Πιθανότατα τον έστειλαν στη Βουλή εκείνοι που τον παρακολουθούσαν στην τηλεοπτική ζώνη του λυκόφωτος για να γελάσουν, τότε που μοίραζε κατάρες και καρκίνους με τον φραπέ στο τραπέζι του στούντιο και τις πίτσες στα σκουπίδια. Αλλά τώρα ποιοι διώχνουν τον Βασίλη Λεβέντη από τα έδρανα; Οχι ασφαλώς τα σχέδια αποστασίας που καταγγέλλει ο ίδιος επαναλαμβάνοντας την ιστορία του ’65 σαν φάρσα. Ούτε οι βουλευτές του που τον εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλον για ασφαλέστερες κομματικές στέγες. Ο Λεβέντης από μια άποψη έπεσε θύμα της στρατηγικής του. Της επιλογής του να διατηρήσει από τη μία τη μόνιμη έκφραση της  απέχθειας στο πρόσωπό του, αλλά συγχρόνως να αντικαταστήσει τις κατάρες με έναν πάντα ακατάσχετο αλλά πάντως πολύ πιο μετριοπαθή λόγο.

Θα ήταν ένα πέρασμα από την οργισμένη γραφικότητα στην γκρινιάρικη σοβαροφάνεια. Αποδείχθηκε ένα άλμα στο κενό. Ο «πρόεδρος» έχασε το ρεύμα του. Εχασε όλους εκείνους που θυμήθηκαν ότι κάποτε, μόνος εκείνος, έδειχνε τους υπαίτιους γι’ αυτό που ερχόταν, ότι κατακεραύνωνε το «παλιό» και τις παθογένειές του πριν ακόμη μορφοποιηθεί το «παλιό» ως βασικός υπεύθυνος της κρίσης. Ο Λεβέντης αναστήθηκε πολιτικά ως «αυτός που τα ‘λεγε». Συνέχισε να «τα λέει» από το βήμα της Βουλής. Αλλά δεν είχε πλάκα πια. Αν στο κανάλι του τσακωνόταν με την κάμερα, στην αίθουσα του Κοινοβουλίου δεν τσακώθηκε ποτέ και με κανέναν. Ηταν λιγότερο γραφικός απ’ όσο θα ήθελαν οι ψηφοφόροι του. Αλλά κυρίως ήταν πιο θεσμικός.

Είναι το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης που κάνει τον Λεβέντη να γίνεται σιγά σιγά ο παλιός του εαυτός – δεν είναι μόνο τα σχέδια αποστασίας που καταγγέλλει, είναι και η βεβαιότητά του ότι στις εκλογές θα πάρει 12%. Μένει να φανεί εάν θα επιστρέψουν και οι καρκίνοι μαζί με τις κατάρες κι αν μια τέτοια ολική επαναφορά θα σώσει τον βουλευτή Λεβέντη. Ή αν θα τον στείλει πίσω στο στούντιο ως απόδειξη του γεγονότος πως το πολιτικό σύστημα επανέρχεται αργά αλλά σταθερά στην παλιά δικομματική του ισορροπία.