Σε ασφαλισμένους δύο ταχυτήτων σχεδιάζει να χτίσει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας κοινωνική πολιτική, στοχεύοντας στην ελάφρυνση των οικονομικά αδυνάτων, ευνοώντας όμως παράλληλα και εκείνους που… εμφανίζονται στην Εφορία με χαμηλά εισοδήματα και τιμωρώντας συνεπακόλουθα τους «συνεπείς».

Ειδικότερα το σχέδιο που ξεδίπλωσε χθες ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός στη Βουλή προβλέπει εκπτώσεις στη συμμετοχή για την αγορά φαρμάκων με κριτήρια όπως είναι το εισόδημα και η χρονιότητα της νόσου, με βασικό στόχο την ελάφρυνση των συνταξιούχων.

Ο ίδιος δε, μιλώντας στη διακομματική επιτροπή για το φάρμακο, παραδέχτηκε ότι η ηγεσία του υπουργείου Υγείας βρίσκεται προς το παρόν στη φάση των συζητήσεων – με συνομιλητές αρχικά τους εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας -, αναζητώντας μια χρυσή τομή δεδομένου ότι το μέτρο δεν είναι «σωστό», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά.

Και συνέχισε: «Οποια ελάφρυνση υπάρξει στη συμμετοχή του πολίτη έχει δημοσιονομική επίπτωση, επιβαρύνει αναγκαστικά είτε το κράτος είτε τους άλλους εμπλεκομένους στην αγορά φαρμάκου. Δεν υπάρχουν ιδανικές και δημοσιονομικά ουδέτερες λύσεις. Με πολύ μετρημένο τρόπο πρέπει να γίνουν τα βήματα που χρειάζονται. Η ιδέα μας είναι να μπουν εισοδηματικά κριτήρια με βάση τη χρονιότητα της νόσου, ώστε να έχουν αισθητή ελάφρυνση στο κόστος. Αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι σωστό, αλλά θέλει δημοσιονομικά ισοδύναμα μέτρα».

Μαύρη τρύπα. Ενδεικτικά ανέφερε το παράδειγμα της μαύρης τρύπας που αναμένεται να προκληθεί εντός των επόμενων 12 μηνών… βάθους 40 εκατομμυρίων ευρώ. Αιτία είναι η πρόσφατη εφαρμογή της μηδενικής συμμετοχής σε βαριά πάσχοντες που επιλέγουν γενόσημα φάρμακα. Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο αυτό αφορά τους ασφαλισμένους που επιβαρύνονταν με συμμετοχή 10% και παρότι το μέτρο απαντά σε ένα σημαντικό κοινωνικό αίτημα, πλέον αναζητούνται ισοδύναμα.

Σε κάθε περίπτωση οι σχεδιασμοί της ηγεσίας υπουργείου Υγείας – που σημειωτέον ανέσυρε από το συρτάρι, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που προβαίνει σε σχετικές εξαγγελίες χωρίς πρακτικό αντίκρισμα – είναι απόρροια της φαρμακευτικής πολιτικής που χαρακτηρίζεται από παθογένεια στα χρόνια της κρίσης, χωρίς η σημερινή κυβέρνηση να έχει προκριθεί για τις… θεραπευτικές παρεμβάσεις της.

Πιο συγκεκριμένα, η συμπίεση των δημόσιων πόρων μεταφέρθηκε ως επιβάρυνση των πολιτών, αποτελώντας σκιά που αμαυρώνει και τη σημερινή πολιτική στον χώρο της υγείας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2012 η συμμετοχή διαμορφώνεται στο 15,72%, ενώ το 2014 εκτοξεύεται στα 26,49 ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασθενείς.

Το 2015 η νέα κυβέρνηση, διά στόματος του τότε αναπληρωτή υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξανθού, επιμένει ότι το σύστημα όπως έχει διαμορφωθεί είναι στρεβλό και συνεπώς άδικο για τους πολίτες, εξαγγέλλοντας δέσμη ανακουφιστικών μέτρων.

Αντ’ αυτού, η συμμετοχή των ασφαλισμένων έχει φτάσει σε ποσοστό-ρεκόρ, σκαρφαλώνοντας στο 30%, με παράγοντες του χώρου να επισημαίνουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνει και αυτό το ποσοστό.

Ποιοι θα την «πληρώσουν». Και παρότι ο Ξανθός κατά τη διάρκεια της διακομματικής συζήτησης στη Βουλή δεν ανέπτυξε τις λεπτομέρειες του εγχειρήματος, συμπεραίνει κανείς ότι οι μισθωτοί, που με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του 2015 εκτιμώνται στα 2 εκατομμύρια, θα συνεχίσουν να «τιμωρούνται» με υψηλές συμμετοχές.

Αντιθέτως, εκείνοι που επιδίδονται και σε άλλες «δραστηριότητες», αποκτώντας κρυφά από την Εφορία εισοδήματα, φαίνεται να ευνοούνται, όπως και ελεύθεροι επαγγελματίες. Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι οι οκτώ στους δέκα δηλώνουν εισοδήματα που δεν ξεπερνούν τα 7.000 ευρώ, ενώ ανιστρόφως ανάλογα από τη συγκεκριμένη κατηγορία εκτιμάται ότι μόλις το 1% δηλώνει εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ.

«Πάρτι» με τις συνταγές. Εν τω μεταξύ, το «τέρας» της υπερσυνταγογράφησης κινείται ανεξέλεγκτο, με πηγές του κλάδου να σημειώνουν ότι η έλλειψη ενός ουσιαστικού ελεγκτικού μηχανισμού οδηγεί σε νέες στρεβλώσεις. Το 2011 οι γιατροί έγραψαν συνολικά 57 εκατομμύρια συνταγές, το 2016 το αντίστοιχο νούμερο έφτασε τα 72 εκατομμύρια, ενώ κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ότι η προηγούμενη χρονιά έκλεισε με τουλάχιστον 75 εκατομμύρια συνταγές.

Ως συνεπακόλουθο, συνεχίζεται ο εκτροχιασμός της φαρμακευτικής δαπάνης, με αποτέλεσμα το 2018 να κλείσει με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να καλούνται να καταβάλουν τουλάχιστον 1,4 δισ. ευρώ σε claw-back και rebate (μηχανισμοί αυτόματης επιστροφής σε περίπτωση υπέρβασης και έκπτωσης) για εξωνοσοκομειακά και νοσοκομειακά σκευάσματα.

Υπό τα δεδομένα αυτά επικρατεί έντονος προβληματισμός στον φαρμακευτικό κλάδο, έπειτα και από τις χθεσινές ανακοινώσεις του Ανδρέα Ξανθού. Και αυτό διότι, όπως αναφέρουν πηγές του χώρου στα «ΝΕΑ», «διαβάζουν» στα λόγια του υπουργού νέες επιβαρύνσεις για τη φαρμακοβιομηχανία.

Ενδεικτική είναι άλλωστε η ανακοίνωση του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων (ΣΦΕΕ) με αφορμή στοιχεία για παραβατικές συμπεριφορές στη συνταγογράφηση και πώληση φαρμάκων που βγήκαν χθες στο φως της δημοσιότητας. Εκεί, μεταξύ άλλων, αναγφέρεται πως «μια εσφαλμένα προσδιορισμένη ανεπαρκή δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, στην οποία προστίθενται και οι συνταγογραφικές ατασθαλίες διάφορων επιτήδειων, έχει οδηγήσει τη φαρμακευτική αγορά στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αφού διαθέτει πλέον 1 στα 3 φάρμακα δωρεάν (από 1 στα 4 το 2017) καλύπτοντας μεταξύ άλλων το 100% της φαρμακευτικής δαπάνης των ανασφάλιστων».

Οπως όμως σημείωναν οι ίδιες πηγές του χώρου, το κόστος της κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης δεν αναμένεται να κατανεμηθεί με ίσους όρους και στους άλλους εμπλεκομένους στην αγορά φαρμάκου. Ενδεικτικά αναφέρουν την περίπτωση των 11.000 φαρμακείων που εν εξελίξει μιας προεκλογικής περιόδου έχουν αποδείξει ότι ευκόλως μετατρέπονται σε… εκλογικά κέντρα.