Υπάρχουν ήρωες στα αζήτητα; Μπορεί μια μάνα να μη θέλει να παραλάβει τα οστά του παιδιού της; Γίνεται να πεις σε έναν γιο ότι βρήκες λείψανα νεκρών, τα ταυτοποίησες, διαπίστωσες ότι ήταν του πατέρα του, του αγνοούμενου ήρωα πατέρα του, και στη συνέχεια να το αναιρέσεις; Να του πεις συγγνώμη, λάθος, ό,τι σας παραδώσαμε δεν ήταν δικό σας; Τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται κατά τη διαδικασία ταυτοποίησης των αγνοουμένων στην Κύπρο, κάνοντας τους συγγενείς να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα εργαστήρια και, σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία, τους ειδικούς, που επιχειρούν να δώσουν τέλος στο μαρτύριο, να οδηγούνται σε αδιέξοδο. Οι οικογένειες των αγνοουμένων του 1974 στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα εξακολουθούν σε κάποιες περιπτώσεις να ματώνουν από το δράμα της απώλειας με τον πιο τραγικό τρόπο: δεν έχουν βρει τους νεκρούς τους για να τους θάψουν.
ΑΡΝΗΣΗ. Οπως είπε μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο Νέστορας Νέστορος, διορισμένος εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους, από το 2014 «υπάρχουν ακόμα επτά ελλαδίτες στρατιώτες που έχουν ταυτοποιηθεί από εμάς, αλλά ακόμα σκέφτονται να τους παραλάβουν». «Δηλαδή αζήτητα;» τον ρωτάω. «Δεν θα έλεγα αζήτητα», μου απαντά, «δεν ταιριάζει στην περίπτωση. Στην πραγματικότητα οι οικογένειες προβληματίζονται, θέλουν να το ξανασκεφτούν. Να το χωνέψουν. Ενώ δεν υπάρχει πιθανότητα λάθους όσον αφορά τα αποτελέσματα της ΔΕΑ, η άρνηση είναι θέμα ψυχολογίας…».
Ωστόσο, η άρνηση των ανθρώπων αυτών δεν είναι χωρίς βάση, καθώς μέχρι σήμερα έχουν γίνει σοβαρότατα λάθη στις ταυτοποιήσεις. Αρχικά, δεκάδες, περίπου 40, σύμφωνα με δημοσιεύματα, λείψανα εστάλησαν σε οικογένειες στην Ελλάδα και στη συνέχεια διαπιστώθηκαν λάθη και ζητήθηκε από τις οικογένειες των αγνοουμένων να επιστρέψουν τα λείψανα για επανεξέταση. Κάποιοι δέχτηκαν, κάποιοι όχι, με τη διαδικασία να είναι εξαιρετικά οδυνηρή. Εκτός λοιπόν από την ελπίδα, είναι και ο φόβος του τραγικού και επώδυνου λάθους.
Η ταυτοποίηση των αγνοουμένων γίνεται στην Κύπρο από δύο φορείς. Ο ένας είναι το μονομερές πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που χρησιμοποιεί για τους εργαστηριακούς ελέγχους το Ινστιτούτο Γενετικής Κύπρου και ξεκίνησε το 1994, και ο δεύτερος η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων, που συστάθηκε το 1981 και λειτούργησε ουσιαστικά το 2006, δίνοντας το πρώτο της αποτέλεσμα το 2007, και συνεργάζεται πλέον με αμερικανικά εργαστήρια, όπως ανέφερε ο Νέστορας Νέστορος. Και τα δύο δηλαδή αποτελούν κρατική υπόθεση. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει 334 αμφισβητούμενες ταυτοποιήσεις, εκ των οποίων οι 246 επιβεβαιώθηκαν και δεν υπάρχει πρόβλημα, ενώ άλλες 78 παραμένουν υπό εξέταση.
Το Ινστιτούτο, σύμφωνα με πληροφορίες, δικαιολογεί τα όποια λάθη στις ταυτοποιήσεις λέγοντας ότι αφορούν λείψανα τα οποία ψεκάστηκαν από έλληνες αξιωματικούς μετά τις εκταφές που έγιναν το 1979 και το 1981 για να μην εκπέμπουν δυσοσμία. Οπως αναφέρει ο Νέστορας Νέστορος, η διαφορά τους έγκειται ότι η ΔΕΑ στα εργαστήρια με τα οποία συνεργάζεται ταυτοποιεί μέσω στατιστικού συσχετισμού του λειψάνου με το γενεαλογικό δέντρο, ενώ την εποχή που διενεργούνταν οι έλεγχοι από το μονομερές πρόγραμμα γινόταν αντιπαραβολή του γενετικού προφίλ του οστού με τα γενετικά προφίλ τού υπό εξέταση γενεαλογικού δέντρου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν λάθη και τελικά αμφισβητήσεις.
Επί του παρόντος επιχειρείται να επιτευχθεί συνεννόηση και συντονισμός ανάμεσα στα δύο αρμόδια προγράμματα, προκειμένου να υπάρξει ανταλλαγή στοιχείων, πρόσβαση της ΔΕΑ σε όλους τους φακέλους και τελικά επανέλεγχος όπου χρειάζεται, με στόχο να απαλειφθούν οι όποιες αμφιβολίες και να διορθωθούν τυχόν λάθη, ωστόσο το ζήτημα δείχνει να κολλάει στη γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις του συστήματος.
Ο ΧΡΟΝΟΣ. Την ίδια στιγμή, ο χρόνος λειτουργεί σίγουρα αρνητικά, αφού όσο περνούν τα χρόνια πεθαίνουν οι συγγενείς των αγνοουμένων και σε λίγο δεν θα υπάρχει δείγμα για ταυτοποίηση. Σε αυτό το ζήτημα ο Νέστορας Νέστορος τονίζει ότι πρέπει να ληφθεί δείγμα γενετικού υλικού και από τις οικογένειες των πεσόντων ή έστω από όσους δεν υπάρχει, με στόχο να μπορέσει να γίνει ταυτοποίηση σε περίπτωση εντοπισμού λειψάνων που δεν έχουν ανακαλυφθεί, καθώς η Τουρκία αρνείται να υποδείξει χώρους ομαδικών τάφων. Παράλληλα σημειώνει ότι πρέπει να καταρτιστούν χάρτες με τα σημεία όπου έχασαν τη ζωή τους Ελληνοκύπριοι, με στόχο να γίνεται συσχετισμός με τα μελλοντικά ευρήματα.
Δύο με τρία χρόνια για να αποδώσουν οι εξετάσεις
Οπως μας εξηγεί δε ο εκπρόσωπος της ΔΕΑ, η ταυτοποίηση των λειψάνων των αγνοουμένων δεν είναι η άμεση διαδικασία DNA, καθώς για να αποδώσουν οι εξετάσεις μπορεί να περάσουν και δύο με τρία χρόνια, αφού μιλάμε για διαμελισμένους σκελετούς και ιδιαίτερα ταλαιπωρημένους. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και Ελληνοκύπριοι που αρνούνται να παραλάβουν τα λείψανα των νεκρών που έχουν ταυτοποιηθεί ζητώντας, ακόμα και αν έχει εντοπιστεί κάποιο μέρος των λειψάνων, να βρεθεί ο δευτερογενής χώρος ταφής, δηλαδή ο ομαδικός τάφος, και τότε να τα παραλάβουν.
Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι οι συγγενείς των νεκρών της Ασσιας, 70 Ελληνοκυπρίων που εκτελέστηκαν και στη συνέχεια οι σοροί τους πετάχτηκαν σε δύο πηγάδια. Οπως μας είπε ο Νέστορας Νέστορος, το 1994 ο τουρκικός στρατός άνοιξε τα πηγάδια και μετέφερε χώμα και λείψανα μαζί στη χωματερή του Δικώμου. Αυτή η χωματερή στη συνέχεια έγινε πάρκο και εκεί εικάζεται ότι βρίσκεται ό,τι έχει απομείνει από τα οστά των νεκρών αυτών.
ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ. Ο Χρίστος Χριστοφίδης, μέλος του ΠΓ του ΑΚΕΛ, είναι γιος αγνοουμένου και ανάμεσα στους τυχερούς, καθώς τα λείψανα του πατέρα του, που σκοτώθηκε μέρες μετά τη γέννησή του, το 1974, ταυτοποιήθηκαν.
Σχολιάζοντας στα «ΝΕΑ» τις δυσλειτουργίες που καταγράφονται, τονίζει ότι «όσοι δεν κατανοούν το μέγεθος της τραγωδίας των αγνοουμένων μας δεν ξέρουν. Το λαμπρόν τζει που πέφτει κάφκει. Δεν έχουμε δικαίωμα ούτε για ένα λεπτό να ξεχάσουμε αυτούς που υπέφεραν και υποφέρουν» και προσθέτει ότι «το θέμα των αγνοουμένων έπρεπε να κλείσει πριν από δεκαετίες. Σκοπιμότητες, η τουρκική στάση, ατολμία, γραφειοκρατικές προσεγγίσεις, η προσέγγιση ως ενός θέματος – ταμπού έφεραν το τραγικό αδιέξοδο. Η άγονη πάροδος του χρόνου άφησε σφραγίδα. Για πολλούς αγνοουμένους, 44 χρόνια μετά, μπορεί και να είναι αργά».