Μεγάλωσα μεταξύ Αθήνας και Μυκόνου. Αρχές ’90, η Ομόνοια, όπου πηγαίναμε με τα πόδια από τα Σεπόλια ή τον Κολωνό, ακόμη ήταν τόπος αναφοράς και βασίλειο περάσματος όλου του κόσμου. Τα μικρά ξενοδοχεία ακόμη φιλοξενούσαν εκτός από πλασιέ και επαρχιώτες που κατέβαιναν για δουλειές. Ακόμη υπήρχε το Νέον ή το Μανχάταν στα Χαυτεία, ακόμη τα κλαριντζίδικα είχαν νόημα αφού δεν υπήρχαν το Facebook, το YouTube και τα smartphones που εκμηδενίζουν τις αποστάσεις. Παίζαμε ηλεκτρονικά στο υπόγειο δίπλα στου Λουμίδη, μπιλιάρδο στην Κάνιγγος. Ψωνίζαμε κασέτες από το Rock City. Κι όμως. Πλάι στα μικρομάγαζα που πάλευαν να επιβιώσουν, πλάι στα φωτισμένα μεγάλα πολυκαταστήματα σαν το Μινιόν ή τον Λαμπρόπουλο, υπήρχε από τότε και μια εσωτερική οριοθετημένη ζώνη ενός άλλου κόσμου. Ενός κόσμου υπόγειου. Γοητευτικού αλλά και επικίνδυνου. Γκρίζου μα και μυθικού. Ψωνιστήρια, τρανς, grannies πόρνες απέναντι από το παλιό θρυλικό 4ο Αστυνομικό Τμήμα που τότε ήταν στη Σωκράτους. Τσοντοσινεμά όπως το Κοσμοπολίτ ή το Αβέρωφ. Λουτρά στην Ξούθου και μαζεμένοι χρήστες με στρώματα – τότε – στον Ηλεκτρικό ή στην οδό Δώρου. Κι όμως: οι δύο κόσμοι συνυπήρχαν. Μελαγχολικό, πικρό μα και αληθινό: Το περιθώριο ήταν θεσμοποιημένο στην αστική επικράτεια. Ηξερες πού. Τα τελευταία οκτώ μνημονιακά χρόνια, οι ζώνες έχουν ρευστοποιηθεί εντελώς. Η παραβατικότητα δεν αφορά πια μόνον το κέντρο της Αθήνας μα και τουριστικές ζώνες. Η χρήση ουσιών δεν αφορά λιγοστά περιπλανώμενα παιδιά της μητρόπολης, η «σίσα» θερίζει τα παιδιά των μεσαίων στρωμάτων. Η Ομόνοια μελαγχολική, σκοτεινή, δεν είναι πια το ίδιο. Δεν είναι καν σημείο αναφοράς ή εκκίνησης ή συναντήσεων. Στη ρευστή ζώνη της τα κανονικά μαγαζιά εναλλάσσονται με τα ενεχυροδανειστήρια και οι κλεπταποδόχοι με τους μεροκαματιάρηδες μικρεμπόρους. Μόνιμοι κάτοικοι λιγοστοί, τουρίστες σαν χαμένοι με ψηφιακούς χάρτες, εναλλάσσονται σε μικρά διαμερίσματα Airbnb. Η παραβατικότητα, διαχυμένη παντού μαζί με την επισφάλεια, τροφοδοτεί το επιχείρημα ενός νέου δόγματος «τάξης και ασφάλειας» πάνω στο οποίο επενδύουν και πολιτικές δυνάμεις και ελλαδέμποροι. Και καραδοκούν μεσίτες.
Η εικόνα του αιμόφυρτου Ζακ Κωστόπουλου θα μπορούσε αρχικώς να αποδοθεί σε εσωτερικό ξεκαθάρισμα φτωχοδιαβόλων. Ομοφυλόφιλος, οροθετικός, ακτιβιστής, drag, ταλαντούχος παρεμβατικός κειμενογράφος, είναι τα χαρακτηριστικά τα οποία ήξερε ο διαδικτυακός κόσμος. Τη στιγμή του κακού, ο κόσμος της Ομόνοιας ήξερε μόνον την ιδιότητα του εξαρτημένου αγριμιού που παλεύει να βγει από το μαγαζί όπου βρέθηκε κλειδωμένο. Ο λάθος άνθρωπος στο λάθος σημείο. Τη στιγμή που μιλάμε το αστυνομικό δελτίο εμπλουτίζεται συνεχώς από νέα στοιχεία. Κι όμως, το μείζον θέμα δεν είναι εδώ. Το καμπανάκι του κακού χτύπησε αλλού αυτές τις ημέρες. Στα άθλια γκάλοπ μερίδας ΜΜΕ που δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από ρωμαϊκή αρένα και ομοίαζαν με μετρητή αίματος και μίσους. «Καλά του κάνανε;», απαντήστε και κερδίστε ένα σύστημα ασφαλείας για το σπιτάκι σας. Στον ιντερνετικό όχλο που σχετικοποίησε την αυτοδικία με την ατομική ιδιοκτησία. Στο νέο κλίμα που καλπάζει και που καθολικά θέτει το αίτημα ενός νέου σκληρότερου δόγματος τάξης και ασφάλειας, ταυτόσημο πάντα με κοινωνίες που έχουν απολέσει κάθε προσδοκία και κάθε υλική σταθερά. Δεν είναι όσοι θύμωσαν με τον χαμό του Ζακ επαγγελματίες των δικαιωμάτων ή χομπίστες των πολύχρωμων αιρέσεων. Δεν ομονοούν με παραβατικές πράξεις όσοι είδαν ένα αδύναμο πλάσμα, παράγωγο μιας συλλογικής δυστυχίας, να μην ακινητοποιείται απλώς αλλά να κινητοποιεί το φαντασιακό της πιο σκοτεινής συλλογικής πτέρυγας της κοινωνίας. Για το «μετά» του θανάτου-δολοφονίας μιλάμε. Αυτό που θα βρούμε μπροστά μας.