Το 1972 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη ως απεσταλμένος των «ΝΕΩΝ» για ένα αυθεντικό μουσικό οδοιπορικό. Στον δρόμο του συνάντησε τον θρυλικό μαγαζάτορα Γιώργη Δαλαμάγκα και τον άκουσε στις περιπέτειες της ζωής του.
Ητανε κάποτε κι ένας θρύλος. Ενας ταβερνιάρης της παλιάς Θεσσαλονίκης, που ζούσε από περιέργεια κι έκανε άνω-κάτω την πόλη όποτε του γούσταρε. Αυτόν τον θρύλο τον πήρε ο Βασίλης Τσιτσάνης και τον έμπασε σε ένα τραγούδι του:
«Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα
κι από ‘κει στα “Κούτσουρα” του Δαλαμάγκα
Μαριγώ θα σε τρελάνει
Ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη
Να σου παίζει φίνο μπαγλαμά»
Κι από τότε ο Δαλαμάγκας έγινε ένα πρόσωπο οικείο, σχεδόν φιλικό, που κινιότανε ανάμεσά μας, τα βράδια που τραγουδούσαμε και βγαίναμε από τα βάσανά μας, στην Αθήνα, στον Περαία, στη Σύρα, στην Πάτρα, παντού. Αυτόν τον Δαλαμάγκα γύρεψα να βρω τούτες τις μέρες που ‘μαι στη Θεσσαλονίκη. Αλλος μου είπε πως πέθανε, άλλος πως ζει σε ένα χωριό, άλλος πως τρελάθηκε. Ο Βίκτωρ ήταν πιο ενημερωμένος. Κάθε Δευτέρα, μου είπε, τα μεσημέρια πηγαίνει και κάθεται στου Χατζή. Τελικά βρήκα την άκρη από τον Χατζή: «Ο Δαλαμάγκας, ο άνθρωπος που είχε κάποτε τα περισσότερα λεφτά στη Θεσσαλονίκη και την έφερνε τούμπα, είναι στο γηροκομείο της Σταυρουπόλεως».
Το πρώτο μαγαζί
Απομεσήμερο. Και στο καφενεδάκι της οδού Λαγκαδά, ο Δαλαμάγκας που έχει τα μέσα και του επιτρέπουν να βγαίνει από το ίδρυμα για κάνα ούζο, μου λέει ένα σωρό ιστορίες της παλιάς Σαλονίκης, ένα σωρό ιστορίες για τον εαυτό του και τους φίλους του… «Το 1932 έφτιαξα το πρώτο μαγαζί. Ηταν ένα τζαμί και εγώ πήγα και το ‘κανα ταβέρνα. Είχα μέσα εβδομήντα μπόμπες ρετσίνα. Το “Συντριβάνι” με τ’ όνομα. Το 1935 άνοιξα τα “Κούτσουρα” εκεί που τραγουδούσε και ο Τσιτσάνης. Νικηφόρου Φωκά 18. Εκεί γνωρίστηκα και με τον Ραούλ, έναν Εβραίο με πολλά λεφτά. Αυτός ήτανε γλεντζές! Ο Ραούλ δούλευε στα καπνά, ήταν “εξπέρ” που λένε και τα κονόμαγε. Μόλις μάζευε μερικά χιλιάρικα, πηγαίναμε στο “Μεντιτερρανέ”, τα τρώγαμε, κι ύστερα με ένα καραβάκι φεύγαμε κρουαζιέρα στον Θερμαϊκό. Μαζί μας πάντα είχαμε και ορχήστρα με βιολιά και πιάνο. Κι όταν ερχόμαστε στο κέφι, άρπαζε ο Ραούλ το πιάνο και το πέταγε στη θάλασσα. Θα ‘χε πετάξει στη θάλασσα ίσαμε είκοσι πιάνα εκείνα τα χρόνια. Οχι σήμερα που πετάς κάνα πιάτο στην πίστα και κάνεις τον καμπόσο… Στα “Κούτσουρα”, που λες, έβγαλα πολλά λεφτά. Δέκα χρόνια δούλεψε το μαγαζί, ως το 1945, και σε αυτά τα δέκα χρόνια γέμισα παράδες. Αλλά τα ‘φαγα όλα! Πολλά εκατομμύρια…».
– Πώς τα ‘φαγες, μωρέ Γιώργη, τόσα λεφτά;
– Κι άλλα τόσα να ‘χα θα τα ‘χα φάει. Είναι πολύ γλυκό πράμα το μπαρμπούτι…
– Στο μπαρμπούτι έφαγες όσα έβγαλες σε δέκα χρόνια;
– Στο μπαρμπούτι, στις γυναίκες και σε άλλα ωραία πράματα…
– Με ποιους έπαιζες μπαρμπούτι;
Ο Δαλαμάγκας με κοιτάζει αυστηρά. Με συμβουλεύει: «Μπορώ να σου πω, αλλά δεν κάνει. Θα θίξουμε πρόσωπα μεγάλα και δεν κάνει. Εμένα δε με νοιάζει… Αλλά τους παλιόφιλους γιατί να τους ξεφτιλίσουμε»…
Μια λίρα το φιλί
– Για γυναίκες δε μου ‘πες τίποτα.
– Πολλές γυναίκες. Ημουνα παίδαρος! Τριάντα οχτώ – τριάντα εννιά, πριν τον πόλεμο, είχαν φέρει μια Γαλλίδα από τη Βιέννη, χάλαγε ο κόσμος! Μια γυναικάρα που όμοιά της δεν έχει ξαναγίνει. Την ίδια χρονιά τα «Κούτσουρα» φίσκα, βραδάκι είμαι στην πόρτα και παίρνω αέρα. Ξαφνικά τρελαίνομαι. Βλέπω μια γυναίκα να την πιεις στο ποτήρι. Της λέω: «Σου δίνω μια λίρα για ένα φιλί στο μάγουλο. Και πέντε λίρες για να μπεις έτσι, σα βασίλισσα και να κάνεις ένα τουρ στο μαγαζί».
– Και τι απόγινε;
– Τη φίλησα, έκανε το τουρ και πήρε τις έξι λίρες. Τώρα είναι παντρεμένη, κυρία…
«Ενα βράδυ, Κατοχή, στα “Κούτσουρα”, βλέπω ένα ωραίο κορίτσι να κάθεται μοναχό του σε ένα τραπέζι. Φαινότανε θλιμμένη. Σβήνω τα φώτα, φωνάζω “δε δουλεύει το μαγαζί!”. Πάω μετά στην κοπέλα, της λέω “κάτσε”. Εκείνο το βράδυ το μαγαζί λειτούργησε μονάχα για εκείνη. Για να της γλυκάνει την καρδιά».