Λένε ότι η διαφορά των ανθρώπων από τα ζώα είναι ότι οι πρώτοι θάβουν, καίνε, αποχαιρετούν, τέλος πάντων, με κάποιο τελετουργικό τους νεκρούς τους (αν και σαν να θυμάμαι ένα ντοκιμαντέρ για κάποια ζώα που αποχωρίζονται τα κουφάρια της αγέλης με ένα είδος περιφοράς που παραπέμπει σε κηδεία). Και μία από τις χειρότερες εκδοχές της απώλειας – σε ψυχικό αλλά και πολιτισμικό επίπεδο – είναι αυτό το «δεν έχω τον νεκρό μου για να τον θάψω», όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους πνιγμένους σε ναυάγια. Το να κηδέψεις λάθος νεκρό είναι μια άλλη διάσταση της τραγικότητας, το να σου ζητήσουν δε να τον ξεθάψεις (στην προκειμένη περίπτωση για σκόρπια οστά μιλάμε) και να τον επιστρέψεις μήπως και σου στείλουν τον σωστό είναι μια κανονιστική μεν διαδικασία που όμως αρχίζει και δημιουργεί περιβάλλον ιλαροτραγωδίας. Από αυτή την άποψη καταλαβαίνω την αμηχανία των συγγενών αγνοουμένων απέναντι στην πιθανότητα αυτού του πηγαινέλα. Από την άλλη, όπως διαβάζω στο ρεπορτάζ της Αλεξάνδρας Φωτάκη, είναι και αυτοί που αρνούνται να δώσουν γενετικό υλικό ώστε να γίνει ταυτοποίηση. Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά την τραγωδία της Κύπρου, μια υπερήλικη σήμερα μάνα μπορεί να κρατιέται στη ζωή από την παράλογη ελπίδα ότι θα ανοίξει κάποια στιγμή η πόρτα και θα μπει ένας 65ρης που θα είναι ο χαμένος στην εισβολή 20χρονος τότε γιος της. Κι αυτήν την καταλαβαίνω, όσο κι αν στο τέλος μένει εκείνο το αδυσώπητο «σοροί στα αζήτητα».

Διαβάζω την παραπάνω παράγραφο και αναρωτιέµαι τι προσπαθώ τώρα κι εγώ να κάνω. Να δικαιολογήσω, να αξιολογήσω, να κρίνω τι; Το µεγαλύτερο, από καταβολής ανθρώπου, υπαρξιακό πρόβληµα; Τη διαχείριση του θανάτου και της απώλειας; Τη γενεσιουργό κοίτη των περισσότερων φόβων µας και πολλών άλλων ψυχικών εξάρσεων; Μα αν δεν υπήρχε αυτή η αµηχανία, κυρά µου (στον εαυτό µου απευθύνοµαι), δεν θα υπήρχε η µισή παγκόσµια λογοτεχνία. Και το µισό παγκόσµιο θέατρο…