Φτάνει άραγε στο τέλος της η σύμπραξη των Ανεξάρτητων Ελλήνων με τον ΣΥΡΙΖΑ; Λήγει οσονούπω η παρωδία πολιτικού μετώπου αρχών που συστάθηκε στο όνομα του αντιμνημονίου, αλλά συνεχίζεται με συνεκτικό ώς τώρα υλικό όχι κάποιες ιδεολογικές σταθερές αλλά την εξουσία; Θα είναι το Μακεδονικό (αν βέβαια αύριο, κατά τα φαινόμενα, υπερισχύσει το Ναι στο δημοψήφισμα που διεξάγεται στην ακατονόμαστη ακόμα χώρα, που όλοι τη φωνάζουν Μακεδονία κι εμείς θα τη φωνάζουμε Νίτσα) ο καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων που θα θέσουν σε σοβαρή δοκιμασία την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Θα σημάνει η έναρξη των συζητήσεων για την έγκριση της συμφωνίας την εξάχνωση ενός ακόμα μικρού κόμματος, αυτή τη φορά των κυβερνητικών συμμάχων ΑΝΕΛ; Κι ο φόβος αυτής της εξάχνωσης, άραγε, είναι το βασικό διαλυτικό κίνητρο, με ορισμένα από τα στελέχη των ΑΝΕΛ που δεν έχουν εκτεθεί ιδιαίτερα με εθνικιστική φρασεολογία να μετακομίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ; Είναι όλα αυτά αυτοεκπληρούμενη προφητεία;
Η αλήθεια είναι ότι η περίοδος της ανέφελης σχέσης Τσίπρα – Καμμένου έχει τελειώσει. Οχι επειδή συνέβη κάτι σοβαρό ανάμεσά τους, όχι – συνεχίζουν και οι δύο να είναι προσηλωμένοι στην εξουσία και στις προσόδους της. Αλλά επειδή τα πράγματα ήρθαν έτσι ώστε μία από τις καταστατικές ιδεολογικές σταθερές καθεμιάς από τις δύο συνιστώσες να προσκρούει στις ιδεολογικές σταθερές τής άλλης. Κυρίως επειδή για τη συντριπτική πλειονότητα του κόμματος του Καμμένου η πατριωτική ιδεολογία αποκλείει την κυνική προσέγγιση στα πράγματα. Αν για τον κυνισμό του πολιτικού προσκηνίου ο πατριωτισμός, η μυθολογία του, ακόμα και οι ακρότητές του μπορεί συχνά να είναι εργαλείο κυνισμού για τη διεκδίκηση και την άσκηση της εξουσίας, για τους απλούς πολίτες είναι βαθιά σχέση με τον κόσμο, όπως τον έχουν κατανοήσει, είναι δηλαδή η πίστη τους. Και όποιος πιστεύει βαθιά σε κάτι, δεν ανέχεται όσοι εκπροσωπούν την πίστη του να μετατοπίζονται κατά το δοκούν.
Οπότε ο Καμμένος θα προσκρούσει οπωσδήποτε στον υπερπατριωτισμό της κομματικής του ταυτότητας. Επιδιώκοντας τουλάχιστον μια ηρωική έξοδο που να ικανοποιεί όσους οπαδούς του απέμειναν, παρά ένα τέχνασμα προσκόλλησης στον ΣΥΡΙΖΑ για μερικές ακόμα εβδομάδες στην εξουσία. Είναι προφανές ότι από τη στιγμή που θα έλθει στη Βουλή προς κύρωση η συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι υποχρεωμένη σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα των ΑΝΕΛ να ακολουθήσει τον αρχηγό στην ηρωική ήττα. Υπάρχουν κάποια πρόσωπα που είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας είτε λόγω προβλεπτικότητας μπορούν να μην ταυτιστούν με τον αρχηγό στην οδό της απωλείας, μπορούν να επιχειρήσουν την αποκλειστικά προσωπική πολιτική σωτηρία τους.
Ηδη τα πρόσωπα αυτά έχουν κάνει αισθητή τη στρατηγική διαφωνία τους. Ο βουλευτής Β’ Αθήνας, π.χ., Θανάσης Παπαχριστόπουλος θα επικαλεστεί το πασοκικό παρελθόν του. Ο αντιπρόεδρος της Βουλής Κώστας Ζουράρις, ως sui generis, δεν θα δυσκολευτεί να βρει επιχειρήματα διαφοροποίησης από τη γραμμή του κόμματος, άλλωστε κι αυτός στα νιάτα του υπήρξε στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού (μέχρι να διαφοροποιηθεί, επειδή η τότε «Αυγή» τυπωνόταν με χαρτί που εισέφερε το καθεστώς του ρουμάνου κομμουνιστή δικτάτορα Τσαουσέσκου) και, αργότερα, στην ομάδα του περιοδικού «Πολίτης». Και η υπουργός Τουρισμού Ελενα Κουντουρά προέρχεται από τον γκλάμουρ χώρο του μόντελινγκ, έναν κοσμοπολίτικο χώρο, μέσω του οποίου έκανε πολιτική καριέρα ως βουλευτίνα της ΝΔ. Και οι τρεις ανωτέρω, δηλαδή, μπορούν ανέτως να μετακινηθούν από τους ΑΝΕΛ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενοι απλώς την αντιμνημονιακή τους ταυτότητα και αποχωρώντας από το μέτωπο του υπερπατριωτισμού, το οποίο μπορούν ανέτως να ισχυριστούν ότι ουδέποτε συμμερίστηκαν.
Η αλήθεια είναι ότι όταν είσαι βουλευτής σε μικρό κόμμα έχεις τη δυνατότητα διάφορων ελιγμών. Ιδίως όταν το κόμμα σου μικραίνει ή βαδίζει προς διάλυση, μπορείς να διαστείλεις αρκετά την ιδεολογική σου ταυτότητα και να προσεγγίσεις κάποιον άλλο χώρο, στον οποίο εσύ μεν συνεισφέρεις την πολιτική σου αφεντομουτσουνάρα και τις ψήφους σου, με αντάλλαγμα ένα ιδεολογικοπολιτικό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου. Και την κοινοβουλευτική σου αποζημίωση.
Η Ελενα Κουντουρά, ας πούμε, το παιχνίδι αυτό το έχει παίξει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα – μάλιστα τη βοήθησε και η τύχη. Ως στέλεχος της ΝΔ, πρωτοεξελέγη στην Α’ Αθήνας το 2004, όταν η Ελλάδα μετατοπιζόταν προς τον Κώστα Καραμανλή και μπήκαν στη Βουλή πολλά καινούργια πρόσωπα. Το 2007 και το 2009 δεν κατάφερε να εκλεγεί, αλλά παρέμεινε στο παιχνίδι ως πρώτη επιλαχούσα. Υστερα ήρθε η χρεοκοπία, και τον Νοέμβριο του 2011, για να συμμετάσχει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος που εκλεγόταν στην Α’ Αθήνας στην κυβέρνηση Παπαδήμου, έπρεπε να παραιτηθεί από τη βουλευτική του ιδιότητα. Η ώρα της Κουντουρά είχε φτάσει. Μπήκε ξανά στη Βουλή όπου, σύντομα, κατάφερε με τη στάση της να διαφοροποιηθεί από την επίσημη κομματική γραμμή. Μπορούσε να το κάνει, ήταν θεμιτό – το κόμμα της, λίγο καιρό πριν, πολεμούσε το πρόγραμμα στήριξης του πρώτου Μνημονίου από τα «Ζάππεια». Ετσι, τον Φεβρουάριο του 2012, ως επαναστάτρια αντιμνημονιακή και οπαδός των «Ζαππείων», καταψήφισε το δεύτερο Μνημόνιο προκαλώντας τον Σαμαρά να τη διαγράψει. Οπερ και εγένετο – για να προσχωρήσει στους ΑΝΕΛ και να κεφαλαιοποιήσει γρήγορα τη συμβολή της στην αντιμνημονιακή ταυτότητα του νέου κόμματος που γέννησε η διαφοροποίηση του Καμμένου και άλλων στελεχών από τις επιλογές της ΝΔ. Πάντως, οι σχέσεις στοργής έγιναν σχέσεις οργής τον περασμένο Ιούνιο, όταν η Ελενα Κουντουρά σε μια θυελλώδη συνεδρίαση της ΚΟ των ΑΝΕΛ είπε ότι η συμφωνία Αθήνας – Σκοπίων ήταν καλή, ξεσηκώνοντας την οργή του αρχηγού της. Των φρονίμων τα παιδιά…
Ο υπερπατριωτισμός είναι ιδεολογία. Αλλά μερικές φορές είναι ιδεολογία α λα καρτ.