Η σκηνή διαδραματίστηκε προ ημερών στο Λίβερπουλ, στο ετήσιο συνέδριο των βρετανών Εργατικών. Στο βήμα είχε μόλις ανέβει ο Τζον ΜακΝτόνελ, ο σκιώδης υπουργός Οικονομικών: «Κάποιοι από εσάς», ξεκίνησε να λέει, «μπορεί να έχουν παρατηρήσει πως οι φίλοι μας στα μίντια δεν έχουν φανεί τόσο υποστηρικτικοί όσο ενδεχομένως θα θέλαμε. Εχουν επιτεθεί στον φίλο μου», είπε δείχνοντας τον Τζέρεμι Κόρμπιν. «Του έχουν επιτεθεί», συνέχιζε ανεβάζοντας τόνους, «γιατί ορθώνει το ανάστημά του για τα ιδανικά που μοιραζόμαστε όλοι!». Οι σύνεδροι χειροκρότησαν μανιασμένα. «Τζέρεμι», συνέχισε ο Μακ-Ντόνελ γυρίζοντας προς τον ηγέτη του κόμματος, «θέλω απλώς να πω πόσο υπερήφανος είμαι για σένα, για την αξιοπρέπεια με την οποία τα έχεις υπομείνει όλα». Οι σύνεδροι σηκώθηκαν όρθιοι, οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν κάτω από ένα κύμα επευφημιών.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως μεγάλο μέρος της κριτικής που έχει εισπράξει τους τελευταίους έξι μήνες ο Τζέρεμι Κόρμπιν από τον βρετανικό και όχι μόνο Τύπο οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις καταγγελίες περί αντισημιτισμού εις βάρος του κόμματός του συνολικά και του ίδιου ειδικότερα. Η σκηνή είναι όμως ενδεικτική της σχέσης των δύο ανδρών. Ο ΜακΝτόνελ δεν ήταν απλώς ένας από τους 36 βουλευτές των Εργατικών που πρότειναν τον Κόρμπιν ως υποψήφιο για την ηγεσία το 2015. Εκανε το παν ώστε να συμπληρωθεί ο αναγκαίος, μαγικός αριθμός. Και έκλαψε όταν συνειδητοποίησε πως το είχε καταφέρει, το αναγνωρίζει. Οπως έκλαψε όταν ο Κόρμπιν εξελέγη τελικά, από τη βάση, με 59,5%. Περίμενε τη στιγμή αυτή περισσότερα από 20 χρόνια, τουλάχιστον από όταν πρωτοεξελέγη βουλευτής των Εργατικών, το 1997, όλα εκείνα τα χρόνια, επί Μπλερ, επί Μπράουν, ακόμα και επί Μίλιμπαντ, που τα μέλη της αριστερής πτέρυγας των κόμματος αντιμετωπίζονταν από τους υπόλοιπους ως παρίες. Είχε έρθει η ώρα να αναλάβουν εκείνα τα ηνία, να βάλουν μπροστά τον «σοσιαλισμό με ένα iPad» που οραματίζεται ο ΜακΝτόνελ για τη Βρετανία. Γιατί αυτός βρίσκεται πίσω από το ακραιφνώς αριστερό πρόγραμμα του Κόρμπιν.

Δεν είναι μόνο στενός του φίλος, περιγράφεται ως ιδεολογικός γκουρού του. Κάποιοι μάλιστα λένε πως στον Κόρμπιν αρκεί να ελέγχει το Εργατικό Κόμμα, ενώ ο ΜακΝτόνελ θέλει να κυβερνήσει τη χώρα. Τώρα λοιπόν που η εξουσία βρίσκεται επιτέλους εν όψει, με το χάος του Brexit να απειλεί όλο και σοβαρότερα την Τερίζα Μέι, αμβλύνει το πάθος του με λίγο πραγματισμό. Αλλοτε αποφασισμένος να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να αποσταθεροποιήσει το βρετανικό κράτος – ο ίδιος είχε πει το 2006 πως οι «πιο σημαντικές πνευματικές» επιρροές του είναι ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Τρότσκι – σήμερα διαβάζει τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη και απευθύνει απανωτά καλέσματα ενότητας στους Εργατικούς – γιατί ως γνωστόν, μια μερίδα βουλευτών δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με την όλο και πιο αριστερή στροφή που κάνει στο κόμμα ο Κόρμπιν, και οι φήμες περί επικείμενης διάσπασης ποτέ δεν εγκαταλείπουν την επικαιρότητα. «Με ανησυχούν και με λυπούν αυτά» δήλωσε ο ΜακΝτόνελ στο «New Statesman». «Ενα νέο κόμμα θα αφαιρέσει ψήφους από τους Εργατικούς. Και οι Τόρις θα παραμείνουν στην εξουσία… Η έννοια του κόμματος ως μιας απλόχωρης εκκλησίας είναι κάτι όμορφο. Εγώ έχανα στη συζήτηση για 30 χρόνια και παρέμεινα στο κόμμα», πρόσθεσε αυτός που φιλοδοξεί να γίνει «ο πρώτος σοσιαλιστής υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας».

Παιδί της εργατικής τάξης (ο πατέρας του ήταν οδηγός λεωφορείου και η μητέρα του καθαρίστρια), με πτυχίο και μεταπτυχιακό στην πολιτική και την κοινωνιολογία τα οποία απέκτησε αφού πρώτα πέρασε μια πενταετία, μετά το σχολείο, δουλεύοντας ως ανειδίκευτος εργάτης, ο ΜακΝτόνελ πιστεύει στην πάλη των τάξεων και, παρότι αρνείται τον χαρακτηρισμό του ντετερμινιστή, ανέκαθεν θεωρούσε πως μια κρίση του καπιταλισμού θα δημιουργούσε τις συνθήκες εκείνες που θα επέτρεπαν στην Αριστερά να πάρει τον έλεγχο του Εργατικού Κόμματος. Ο επόμενος, πιθανότατα, υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας οραματίζεται, μεταξύ άλλων, ένα κύμα εθνικοποιήσεων στους τομείς των σιδηροδρόμων, της ύδρευσης, της ενέργειας και των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Θέλει να αυξήσει τον φόρο εισοδήματος, αλλά μόνο για τους πλουσιότερους και τον φόρο επιχειρήσεων, να επιβάλει φόρους στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, να αποκαταστήσει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις τομεακές διαπραγματεύσεις, να θεσπίσει «μισθούς αξιοπρεπούς διαβίωσης», να φέρει μια «πράσινη επανάσταση» που θα δημιουργήσει 400.000 εργασίας, να δανειστεί ώστε να γίνουν επενδύσεις στην κατασκευή κατοικιών και τις υποδομές. Θέλει επίσης να υποχρεώσει όλες τις επιχειρήσεις που έχουν τουλάχιστον 250 εργαζομένους να εκχωρήσουν έως και 10% του κεφαλαίου τους σε αυτούς, ώστε να εισπράττει κάθε εργαζόμενος από μερίσματα έως και 500 στερλίνες τον χρόνο – τυχόν πλεονάσματα, θα επενδύονται στις δημόσιες υπηρεσίες.

«Είμαστε προετοιμασμένοι για όλα», διαβεβαιώνει με τη σιγουριά του λαϊκισμού όταν του επισημαίνουν τον κίνδυνο της φυγής κεφαλαίων και των πιέσεων στη στερλίνα. Ο Μάθιου Ντ’ Ανκονα έγραφε πρόσφατα στη «Guardian» πως η θέση του Τζέρεμι Κόρμπιν σε ό,τι αφορά το Brexit είναι στην πραγματικότητα αρκετά σαφής, κι ας αφήνει πλέον ανοιχτό, αορίστως, το ενδεχόμενο δεύτερου δημοψηφίσματος: θέλει έξοδο από την ΕΕ, ώστε να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό σε μια χώρα. Η θέση του Τζον ΜακΝτόνελ είναι ακόμα πιο σαφής: ένα δεύτερο δημοψήφισμα, ξεκαθάρισε πρόσφατα, δεν θα μπορούσε παρά να αφορά τους όρους της αποχώρησης, και σίγουρα όχι να συμπεριλαμβάνει ως επιλογή την παραμονή στην ΕΕ.