Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν χθες το βράδυ, μόλις έκλεισα το βιβλίο που διάβαζα στις πεντάχρονες κόρες μου για να κοιμηθούν. Είναι κάτι που παθαίνω κάθε φορά που τους διαβάζω. Δεν με συγκινούν οι ιστορίες, αλλά η ανταπόκριση των παιδιών, η λαχτάρα τους για ιστορίες. Είναι στη φύση μας να μας αρέσουν οι ιστορίες. Με τις αφηγήσεις – και με το παιχνίδι – γνωρίζουμε τον κόσμο και γινόμαστε άνθρωποι. Υπάρχει πιο συγκινητική συνειδητοποίηση για έναν συγγραφέα;

Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής, θα επέλεγα αυτό που σε άπταιστα ελληνικά αποκαλούμε «μουσική ασανσέρ», γιατί είναι αδύνατον να γράψει κανείς ακούγοντας πραγματική μουσική. Μάρτυς μου ο Προυστ!

Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής είναι, για εμάς τους κοινούς θνητούς που δεν τυχαίνει να είμαστε ευλογημένοι από τις Μούσες, η εκάστοτε επόμενη πρόταση. Οι ευλογημένοι, απ’ ό,τι έχω ακούσει, σκοντάφτουν ανά παράγραφο.

Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη λυκείου θα ήταν «Η φάρμα των ζώων» του Τζορτζ Οργουελ, Η «Μόμο» του Μίχαελ Εντε και τα άπαντα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Το τελευταίο, και για να μην ξεχάσουν τα παιδιά – ή να μάθουν – τα αληθινά ελληνικά (γιατί υπάρχουν και τα virtual).

Η κριτική που αποδέχομαι αφορά τα πάντα, αρκεί να γίνεται από ανθρώπους που εκτιμώ. Τους εκτιμώ, δε, όλους γιατί με έχουν διαβάσει.

Η αυτοκριτική ξεκινάει μόλις ξεκινάει το γράψιμο και δεν τελειώνει ποτέ – γι’ αυτό και αποφεύγω, όπως και πολλοί συνάδελφοι

άλλωστε, να ξαναδιαβάζω βιβλία μου. Ο γέγραπται γέγραπται, μετά

το «τυπωθήτω».

Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι η φράση: «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ξαναπήγα στο Μάντερλεϊ», από τη «Ρεβέκκα» της Δάφνης ντι Μοριέ.

Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας» ή τη «λογοτεχνία της κρίσης», σκέφτομαι ότι το μεν πρώτο δεν έχει νόημα – τι θα πει κρίση της λογοτεχνίας; Η λογοτεχνία δεν είναι κάτι που άλλοτε πηγαίνει καλά και άλλοτε παρακμάζει, σαν να επρόκειτο για εμπορική επιχείρηση. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, η ελληνική λογοτεχνία βρίσκεται όντως σε κρίση μετά τον αδόκητο θάνατο του Ευριπίδη. Οσο για το δεύτερο, σκέφτομαι ότι η οικονομική κρίση είναι ένα θέμα όπως όλα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η επικαιρότητά του. Κατά τη γνώμη μου, όσο λιγότερη σχέση έχει η λογοτεχνία με την επικαιρότητα τόσο το καλύτερο. Επίσης, το λογοτεχνικό έργο, όπως κάθε έργο τέχνης, (πρέπει να) υπερβαίνει το προφανές θέμα του. Σε τελική ανάλυση, η τέχνη είναι ένα από τα ελάχιστα πεδία της ανθρώπινης δράσης όπου την «ατζέντα» τη βάζει ο καλλιτέχνης – γι’ αυτό και είναι μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες εστίες ελευθερίας – ή αντίστασης στην ανελευθερία, όπως θέλετε πείτε το.

Ο Νεοκλής Γαλανόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972 και είναι μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (Ε.Λ.Σ.Α.Λ.). Το τέταρτο μυθιστόρημά του, «Ιδανικός ντετέκτιβ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτης.