Τα μεγάλα μάτια της δείχνουν προβληματισμό και θλίψη. Το χέρι της ακουμπά ελαφρά το πονεμένο της μάγουλο. Πριν από λίγο έχει δεχτεί το πρώτο χαστούκι από τον σύζυγό της. Εκείνον που άφησε πάνω στο τραπέζι ανέγγιχτο το ψωμί και το ποτήρι με το κρασί και στο πάτωμα αναποδογυρισμένη την καρέκλα του. Δεν πρόκειται ούτε για μια αφίσα ευαισθητοποίησης κατά της έμφυλης βίας, ούτε για σκηνή από ταινία, αλλά για το έργο του Θεόδωρου Ράλλη «Ο πρώτος μπάτσος». Κι η πρωταγωνίστριά του δεν είναι παρά μόνο μία από τις εκατοντάδες γυναίκες που έχουν ποζάρει ή εμπνεύσει τους σπουδαιότερους ζωγράφους από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους και μία από εκείνες που θα συμμετέχουν στην έκθεση «Αρωμα γυναίκας στην ελληνική ζωγραφική». Εκθεση που επιχειρεί μέσα από 80 έργα – στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη – να σκιαγραφήσει το πορτρέτο της γυναίκας στην τέχνη κατά τον 19ο και 20ό αιώνα όπως καταγράφηκε μέσα από το βλέμμα και τον χρωστήρα των ελλήνων ζωγράφων και να το «απλώσει» στους τρεις ορόφους του Ιδρύματος Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη υπό την επιμέλεια της ιστορικού τέχνης του παραρτήματος Ναυπλίου της Εθνικής Πινακοθήκης Λαμπρινής Καρακούρτη – Ορφανοπούλου.
«Είναι μια έκθεση με πολυδιαθλαστικό χαρακτήρα», λέει στα «Πρόσωπα» η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. «Προσφέρει στον επισκέπτη μια επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής τέχνης μέσω της μεταμόρφωσης της γυναικείας μορφής και τη δυνατότητα να παρατηρήσει ότι ενώ στον 19ο αι. τον πρώτο λόγο έχει το πρόσωπο, η ταυτότητά του, ο ρόλος του, η οικογενειακή και κοινωνική του θέση, στον 20ό το πάνω χέρι παίρνει το εγώ του ζωγράφου.
Η έκθεση παρουσιάζει ενδιαφέρον κι από κοινωνιολογικής άποψης, διότι αποτυπώνει τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η γυναίκα σε κάθε εποχή, ενώ παράλληλα αποτελεί και μια εξαιρετική ευκαιρία παρουσίασης μέρους των συλλογών μας, καθώς τώρα δεν εκτίθεται παρά μόνο ένα μικρό μέρος τους, λόγω των εργασιών επέκτασης του κτιρίου μας. Ορισμένα από τα έργα της έκθεσης μάλιστα είναι σπάνια ευκαιρία να τα δει κάποιος, καθώς δεν περιλαμβάνονται στην επανέκθεση που θα γίνει στο νέο κτίριο».
Ωραιοποιημένη εικόνα. Από την «Υδραία αρχόντισσα» του Ανδρέα Κριεζή με τη γεμάτη στολίδια παραδοσιακή φορεσιά της ώς την «Ψυχομάνα» του Νικολάου Γύζη με τη νεαρή γυναίκα που θηλάζει ένα ορφανό κι από την «Αναμονή» του Νικηφόρου Λύτρα με το κορίτσι που περιμένει στο παράθυρο τον αγαπημένο του έως το πορτρέτο της συζύγου του, η οποία κρατά παλέτα και πινέλο, μπορεί ο παρατηρητικός επισκέπτης να διαπιστώσει πως οι τοπικές φορεσιές, απαραίτητες για να εκφράσουν μια διακριτή εθνική ταυτότητα, αρχίζουν να υποχωρούν μπροστά στα μακριά ευρωπαϊκά φορέματα. Στο ενδιάμεσο μεσολαβεί το υβριδικό φόρεμα που καθιέρωσε η Αμαλία, έναν συνδυασμό εθνικού κοστουμιού μπολιασμένο με δυτικότροπα στοιχεία. Οι ενδυματολογικές επιλογές σχετίζονται άμεσα με την κοινωνική προέλευση των γυναικών. Ευρωπαϊκού στυλ ρούχα φορούσαν οι προερχόμενες από την αστική τάξη, ώστε να δηλώσουν τη σύνδεσή τους με τη Δύση.
«Η εικόνα που έχουμε για τη γυναίκα στη νεοελληνική τέχνη είναι ωραιοποιημένη, είτε πρόκειται για εκείνες που εμφανίζονται ως μέλη της αστικής κοινωνίας, είτε πρωταγωνιστούν σε ηθογραφικές σκηνές», εξηγεί η επιμελήτρια της έκθεσης Λαμπρινή Καρακούρτη – Ορφανοπούλου. «Οι ηθογραφικές σκηνές δεν περιέχουν κοινωνική κριτική. Επιλέγονται ευχάριστες καθημερινές σκηνές της υπαίθρου προς τέρψη της αστικής τάξης, η οποία αποτελεί το αγοραστικό κοινό τους. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να προβληθεί η θέση της γυναίκας και ο ρόλος της ως μητέρας και συζύγου μέσα στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια».
Οσο περνούν τα χρόνια, οι αλλαγές θα διαγράφονται ξεκάθαρα πάνω στον καμβά. Η Σοφία Λασκαρίδου είναι εκείνη που πρωτοστάτησε το 1901 στον Γεώργιο Α’ ώστε να γίνει δεκτή στο Σχολείο των Τεχνών, τη σημερινή ΑΣΚΤ, και δηλώνει έτοιμη για οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να υλοποιήσει το όνειρό της, ενώ κατάφερε να κερδίσει ακόμη και υποτροφία για τις επιδόσεις της κι ένα έργο της περιλαμβάνεται στην έκθεση. Στο πορτρέτο της Μαρίας Χορς (1915-16) – μαθήτριας και μετέπειτα συζύγου του Νικόλαου Λύτρα – η νεαρή εμφανίζεται με θαρραλέο βλέμμα και αυτοπεποίθηση που αναδεικνύουν την προσωπικότητά της.
Λείπουν οι γυναίκες. Στις δεκαετίες του ’30 και του ’40 διακρίνονται οι γυναίκες που έχουν βιώσει τη Μικρασιατική Καταστροφή και την οικονομική κρίση θα έχουν κοντά μαλλιά, θα φορούν ίσια παπούτσια, δεν θα προτιμήσουν τα κοσμήματα και θα αποφύγουν την επιτήδευση. Από τη δεκαετία του ’60 και εξής δε, η γυναίκα μεταμορφώνεται σε αντικείμενο της ζωγραφικής πράξης, με άλλους να αναζητούν να αποδώσουν την ψυχή της, άλλους να απεικονίζουν τη μητέρα κι άλλους την ερωμένη τους, κι άλλους να της αφιερώνουν υπερμεγέθη πορτρέτα με το νήμα να φτάνει ώς τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Γιάννη Μόραλη, τον Αλέκο Φασιανό, τον Δημήτρη Μυταρά και τον Χρόνη Μπότσογλου, αλλά και τους νεότερους Χρήστο Μποκόρο, Στέφανο Δασκαλάκη, Γιώργο Ρόρρη και Μαρία Φιλοπούλου.
Πώς εξηγείται όμως ενώ η γυναικεία μορφή να έχει τόσο έντονη παρουσία στον καμβά, το ποσοστό των γυναικών ζωγράφων να είναι εκπληκτικά μικρό, γεγονός που αποτυπώνεται και στην έκθεση; «Πράγματι στον 20ό αιώνα οι γυναίκες δημιουργοί είναι ελάχιστες και σχεδόν αποκλεισμένες από την ιστορία της τέχνης. Και αυτό εξηγείται καθώς οι κοινωνικές δομές και οι θεσμοί αποκλείουν τις γυναίκες από τον κόσμο των τεχνών, σε συνδυασμό με την κοινωνική τους θέση, την όχι τόσο θετική υποδοχή τους από την κριτική, τη μικρή συμμετοχή τους σε εκθέσεις καλλιτεχνικών ομάδων και τις επιλογές του αγοραστικού κοινού. Η έκθεση αποτελεί μια καλή αφορμή να επανεξετάσουμε πώς οι γυναίκες τοποθετήθηκαν στο πολιτισμικό πεδίο της εποχής τους ως δημιουργοί», καταλήγει η επιμελήτρια της έκθεσης.