Υπάρχουν ψηφοφορίες στη Βουλή που λειτουργούν και ως ψήφος εμπιστοσύνης – ο προϋπολογισμός, για παράδειγμα, είναι ένα ετήσιο κρας τεστ και για τις αντοχές της εκάστοτε κυβέρνησης. Από το 2010 την ίδια λογική είχε και η επαναληπτική δοκιμασία με τις μνημονιακές συμφωνίες και τα μεσοπρόθεσμα που μεγάλωναν τα κυβερνητικά τραύματα. Υπάρχουν ακόμη ψηφοφορίες που δοκιμάζουν τις εσωκομματικές ισορροπίες – η ψηφοφορία του 1999 στο νομοσχέδιο για την εξυγίανση των ΔΕΚΟ ήταν μία από αυτές, οδηγώντας τότε σε μαζικές διαγραφές από τον Κώστα Καραμανλή, προεξάρχοντος του Γιώργου Σουφλιά. Η ψηφοφορία για το Σκοπιανό, ωστόσο, είναι μια διαφορετική, πρωτόγνωρη υπόθεση: εφόσον η συμφωνία των Πρεσπών οδηγηθεί προς κύρωση από την παρούσα Βουλή, η ψηφοφορία μπορεί να σηματοδοτήσει το τέλος του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά ταυτόχρονα να αναδείξει μια νέα κυβερνητική πλειοψηφία. Ο Τσίπρας δεν το υπαινίχθηκε, το είπε σχεδόν ανοικτά – παράλληλα με τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να πάει σε εκλογές πριν ξεμπερδέψει με το Σκοπιανό.

Ακόμη κι αν η κυβέρνηση Τσίπρα σταθεί όρθια ως κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή της Βουλής, η σύγκρουση για το Σκοπιανό δείχνει ικανή να αναδιατάξει τον πολιτικό χάρτη. Το αντιλαμβάνονται οι βουλευτές σε όλα τα μικρότερα κόμματα που ζουν εσχάτως τρικυμιώδεις καταστάσεις. Ο διαμελισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη δεν θα σταματήσει πριν κατακαθίσει η σκόνη και καθαρίσει η ατμόσφαιρα. Τα κύματα που χτύπησαν την περασμένη εβδομάδα το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη δεν θα κοπάσουν, όπως δεν θα ξεφύγουν από τη δίνη και οι ανελίτες με τους ποταμικούς βουλευτές – όσους, τέλος πάντων, έχουν απομείνει στα δύο κόμματα. Αιφνιδιασμένος από την ένταση της ανταρσίας, ο Λεβέντης προσπαθεί να παραμείνει στον κύκλο των πολιτικών αρχηγών, αλλά γνωρίζει πλέον ότι δεν περνούν από το χέρι του ούτε καν οι εσωκομματικές εξελίξεις στην Ενωση Κεντρώων. Θα κρατήσει κάποιες ημέρες στον πάγο τον Γιάννη Σαρίδη, προσπαθώντας να δείξει αρχηγικό χαρακτήρα, αλλά προσεχώς θα τον συναντήσει, αφού από εκείνον εξαρτώνται και τα δικά του προνόμια.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Λεβέντη, ωστόσο, είναι ότι το κόμμα του μπορεί να αποδειχθεί σημείο των καιρών. Το 2015 η Ενωση Κεντρώων αποτέλεσε μία από τις μεγάλες εκλογικές εκπλήξεις, αλλά πλέον αποτελεί δεξαμενή βουλευτών και ψηφοφόρων για όλους τους άλλους. Η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου αρμένισε για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιώργος Καρράς «έδεσε» στο Κίνημα Αλλαγής, ο Γιώργος Κατσιαντώνης επέλεξε τη ΝΔ και για το στράτευμα του Μητσοτάκη ετοιμάζεται και ο Αριστείδης Φωκάς. Θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο το κόμμα να αιμορραγεί ακατάσχετα, εάν δημοσκοπικά δεν έδειχνε να διατηρεί ελπίδες για μια νέα κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, λίαν συντόμως είναι εξαιρετικά πιθανό να κληθεί να διαλέξει πλευρά και ο ίδιος ο Λεβέντης. Ο χώρος αυτονομίας περιορίζεται καθημερινά και η εικόνα δεν θα ανατραπεί με επιθέσεις στον Μητσοτάκη για την «αποστασία» των βουλευτών. Η διασπορά τους και μόνο σε άλλους χώρους αρκεί για να δείχνουν αίολες οι σχετικές καταγγελίες. Στο Σκοπιανό ο Λεβέντης δεν έχει περιθώριο αναδίπλωσης. Στη Βόρεια Ελλάδα οφείλει την παρουσία του στη Βουλή και αναγκαστικά θα παραμείνει με τη στολή του Μακεδονομάχου. Στο ίδιο κοινό εναποθέτει και τις όποιες ελπίδες του για επανεκλογή. Με τον Τσίπρα, συνεπώς, θα είναι απέναντι. Αλλά θα μπορούσε να ξαναβρεθεί κοντά, εάν επανέλθει στη Βουλή το θέμα της απλής αναλογικής – που ξορκίζει ο Μητσοτάκης.

Αυτή την ώρα, πάντως, για το Μαξίμου το Σκοπιανό αποτελεί τον καταλύτη. Η τελευταία καταμέτρηση έβγαλε 157 βουλευτές που θα μπορούσαν να στηρίξουν τη συμφωνία των Πρεσπών – και να απεμπλέξουν τον ΣΥΡΙΖΑ από τον Καμμένο. Οσοι βρεθούν απέναντι, είναι απέναντι. Στην πραγματικότητα, με τη συνδρομή του Ζάεφ, ο Τσίπρας προετοιμάζεται να ξεκινήσει τον «πόλεμο των δύο κόσμων» πριν από τις κάλπες.