Λίγο έως πολύ το σενάριο που θα δούμε έως τις εκλογές είναι το εξής: η κυβέρνηση θα τάζει παροχές προς πάσαν κατεύθυνση, οι δανειστές θα κάνουν πως τις συζητούν (φωναχτά) αλλά θα τις απορρίπτουν (σιωπηλά) και οι αγορές θα δυσπιστούν ανοικτά διατηρώντας στα ύψη τα επιτόκια των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου.

Το παιχνίδι αυτό παίζεται ήδη με τις περικοπές στις συντάξεις. Η κυβέρνηση δεν προτίθεται να βάλει το κεφάλι της στον ντορβά και – παρότι τις έχει ψηφίσει –  να τις εφαρμόσει λίγο πριν από τις κάλπες. Θα πορευτεί το επόμενο διάστημα με βασικό σύνθημά της την ακύρωση των μειώσεων και μ’ αυτό θα πάει στις κάλπες.

Ολα δείχνουν ότι οι δανειστές θα επιμείνουν στο κατενάτσιο κλωτσώντας συνεχώς το «τενεκεδάκι» παρακάτω. Αν ήθελαν να ξεκαθαρίσουν το τοπίο εγκαίρως θα το είχαν κάνει. Δεν το κάνουν παρότι δεν φαίνεται να συζητούν θέμα ακύρωσης των μειώσεων. Προς το παρόν μετέθεσαν τις αποφάσεις στο Eurogroup του Δεκεμβρίου και ενδεχομένως να σπρώξουν το θέμα ακόμη πιο πίσω. Δεν αποκλείεται να γίνει αυτό, αν η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και οι άλλοι σκληροί της υπόθεσης κρίνουν ότι θα αποβεί τελικά εις βάρος τους να φαίνεται ότι ζητούν τις περικοπές των συντάξεων στην Ελλάδα, λίγο πριν από τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Μαΐου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει ήδη στην Ιταλία. Τον ρόλο του κακού θα παίξουν οι αγορές που απειλούν με υποβάθμιση της ιταλικής οικονομίας, πιέζοντας ασφυκτικά τα δύο λαϊκιστικά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού.

        Και στην Ελλάδα το έργο αυτό έχει ήδη αρχίσει:  Το ΔΝΤ «πυροβόλησε» πρώτο ζητώντας την πλήρη εφαρμογή των περικοπών από την 1/1/2019 χωρίς εκπτώσεις, όπως ακριβώς ψηφίστηκαν στη Βουλή. Οι αγορές ακολούθησαν ανεβάζοντας και άλλο το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Τη σκυτάλη πήρε, αμέσως μετά, o οίκος αξιολόγησης Moody’s που όχι μόνο ανέβαλε την προγραμματισμένη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, αλλά προειδοποίησε κιόλας για το ενδεχόμενο υποβάθμισης αν η κυβέρνηση δεν εφαρμόσει τις δεσμεύσεις.
       Το μήνυμα των κινήσεων αυτών είναι ξεκάθαρο: οι αγορές δεν πρόκειται να ανοίξουν για την Ελλάδα στο ορατό μέλλον. Και έτσι η κυβέρνηση θα πρέπει να πορευτεί αφήνοντας στην άκρη ακόμη ένα «καμένο» αφήγημα, αυτό της εξόδου. Στο διάστημα αυτό η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να πληρώνει ακριβά τον λογαριασμό. Οι επενδύσεις θα παραμείνουν παγωμένες τουλάχιστον μέχρι να καθαρίσει ο ορίζοντας στο πεδίο των αποφάσεων για την οικονομική πολιτική αλλά και στο πολιτικό σκηνικό. Στο Χρηματιστήριο ήδη η μια βουτιά διαδέχεται την άλλη. Οι τράπεζες είναι ο μεγάλος χαμένος. Πιέζονται από την πτώση των τιμών των μετοχών τους και θέτουν όρια στα χρονικά περιθώρια συνέχισης της αβεβαιότητας στη χώρα. Η άμμος στην κλεψύδρα έχει αρχίσει να πέφτει για τον χρόνο που έχει η κυβέρνηση μπροστά της να λάβει τις αποφάσεις της. Το κόστος που προκαλείται στην οικονομία είναι υψηλό και ο κίνδυνος να υπάρξει νέα ανεπανόρθωτη ζημιά είναι μεγάλος. Ολα αυτά απειλούν να γίνουν μπούμερανγκ και για την ίδια την κυβέρνηση. Για αυτό και η οικονομία θα είναι εν τέλει ο καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα το επόμενο διάστημα.