Έντυπη Έκδοση - Γνώμες
Οταν μεσοαστός δολοφονεί μεσοαστό, τα πράγματα μπερδεύονται. Η είδηση για τον φόνο φαρμακοποιού από αρχιτέκτονα, προκάλεσε στην κοινή γνώμη τον πανικό της ακινησίας. Δεν ήξεραν τι να πουν και πώς να σχολιάσουν. Τα μέλη της μεσαίας τάξης δεν αλληλοσκοτώνονται, τέλος. Ή τουλάχιστον δεν αλληλοσκοτώνονται για οικονομικούς λόγους. Το πολύ πολύ κανένα έγκλημα πάθους κι αυτό σπανιότατα. Τόσο όσο. Ισα για να τροφοδοτείται η δίψα του κόσμου για αίμα και σπέρμα. Κι αν μάλιστα οι πρωταγωνιστές του δράματος δεν είναι μεσοαστοί αλλά αστοί με τη βούλα, ακόμα καλύτερα. Κι αν είναι πλούσιοι και διάσημοι, ε τότε πια περνάμε χάρμα πάνω στον βουλιαγμένο μας καναπέ.
Εύκολα κατανοητή γίνεται μόνο μια δολοφονία χωρίς πολλές σάλτσες και με διακριτούς τους ρόλους θύτη και θύματος: ο ληστής κι ο μαγαζάτορας. Ο διαρρήκτης κι η γριούλα στο διαμέρισμα. Ο σύζυγος και η άπιστη, η ζηλιάρα ερωμένη, το πρεζόνι, ο κλέφτης, ο αλλοδαπός, ο βιαστής, ο εκβιαστής, ο εκβιαζόμενος. Ο Αθλιος του Ουγκώ. Ο άθλιος σκέτο. Ξεκάθαρα πράγματα, τακτικά και νοικοκυρεμένα. Οταν η βία είναι άσπρη ή μαύρη, παίρνουμε θέση. Στις 50 αποχρώσεις του γκρι τα κάνουμε λίγο μαντάρα: τι φρούτο είναι αυτό τώρα; Πού θα το κατατάξουμε, πώς θα τοποθετηθούμε – διότι πρέπει να τοποθετηθούμε, ο κόσμος να χαλάσει.
Είναι γεγονός πως μας αποσυντόνισε ο φόνος μεταξύ φίλων στο «καλοστεκούμενο» Νέο Ψυχικό. Το ιστορικό της τραγωδίας, γνωστό. Ο φαρμακοποιός με τον αρχιτέκτονα – που είχε δική του κατασκευαστική εταιρεία, χρεοκοπημένη προφανώς – ήταν φίλοι. Οταν ο αρχιτέκτονας βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη, ο φίλος του τού δάνεισε χρήματα. Πολλά χρήματα – 300.000 ευρώ. Πέρασε καιρός κι ο οφειλέτης δεν μπορούσε να τα επιστρέψει. Η ένταση ανάμεσά τους κλιμακώθηκε, από φίλοι έγιναν εχθροί θανάσιμοι κι ούτε στα δικαστήρια δεν κατόρθωσαν να λύσουν τις διαφορές τους. Το σπίτι του αρχιτέκτονα βγήκε στο σφυρί. Ο φαρμακοποιός το αγόρασε στον πλειστηριασμό και σε λίγες μέρες θα τον πέταγε στον δρόμο. Τότε ο αρχιτέκτονας πήγε σε ένα κατάστημα όπλων κι επειδή δεν είχε χρήματα, αντάλλαξε ένα όπλο του 1880 οικογενειακό κειμήλιο, με ένα περίστροφο. Πήρε το όπλο και σκότωσε τον φαρμακοποιό. Αργότερα ομολόγησε πως ήταν έτοιμος να βάλει τέλος και στη δική του ζωή.
Ιστορίες τραγικές, ακατάλληλες για εγκεφάλους που έχουν γίνει πολτός από την πνευματική ακινησία. Ποιος φταίει εδώ; Ο φαρμακοποιός που δάνεισε τον φίλο του όμως μετά του πήρε το σπίτι; Ο αρχιτέκτονας που δεν μπόρεσε να επιστρέψει τα χρήματα και θα βρισκόταν στον δρόμο; Ποιος έχει δίκιο, ποιος άδικο, τι δουλειά έχουν τόσες γκρίζες ζώνες μες τα πόδια μας; Ενα δάνειο 300.000 είναι μια περιουσία ολόκληρη. Τι γίνεται λοιπόν; Αλλάζει το ηθικό πρόσημο ανάλογα με το χρηματικό ποσό; Κι ένας πλειστηριασμός ίσα μετράει αν ο οφειλέτης έχει εναλλακτική κάπου να μείνει ή αν θα κοιμάται στο παγκάκι;
Με την οικονομική κρίση, η ανυποψίαστη μεσοαστική τάξη μετακινήθηκε από τη σκηνή στο παρασκήνιο της κοινωνικής ζωής. Ολα άλλαξαν, τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Τα αδιέξοδα των άλλων έγιναν δικά σου αδιέξοδα, τα ξένα βάσανα βάσανά σου κι η γη, σαν ξεφτισμένο περσικό χαλί, τραβιέται κάτω από τα πόδια σου. Είναι πια η ζωή σου μια οικογενειακή σου φωτογραφία που κάποτε άστραφτε στην ασημένια κορνίζα και τώρα πετιέται στα σκουπίδια. Από κει κι ύστερα εντάξει μωρέ, μια κατηφόρα είναι παιδιά, ούτε που θα την καταλάβουμε: από το κέντρο στο περιθώριο, από το περιθώριο στην απόγνωση κι απ’ την απόγνωση στη βία – ένα τσιγάρο φόνος. Φόνος μεταξύ φίλων.
Γιατί όλα αλλάξαν. Και μια μεσοαστική τάξη που κάποτε πήγαινε στον Παράδεισο, τώρα απλώς πηγαίνει κατά διαόλου.