Οι δημοσκόποι συνηθίζουν να μετρούν ένα μέγεθος που το ονομάζουν «όριο εκλογικής επιρροής». Οχι δηλαδή τι ψηφίζουν οι ψηφοφόροι, αλλά τι θα μπορούσαν να ψηφίσουν.
Φαινομενικά είναι ένα εύρημα ήσσονος σημασίας.
Αλλά μόνο φαινομενικά. Διότι η ίδια ερώτηση οδηγεί ταυτοχρόνως σε ένα πολύ σημαντικότερο εύρημα: ποιο κόμμα αποκλείεται να ψηφίσουν.
Καταγράφει δηλαδή τον βαθμό απόρριψης ενός κόμματος ή αν προτιμάτε πιο λιανά το «αντί»
Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία μέτρηση της Metron Analysis (Σεπτέμβριος 2018):
– Το 51% δηλώνει ότι δεν θα ψήφιζε ποτέ τη ΝΔ – το 48% θα μπορούσε να την ψηφίσει.
– Την ίδια στιγμή το 71% δεν θα ψήφιζε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ – το 28% θα μπορούσε να τον ψηφίσει.
– Το 69% δεν θα ψήφιζε ποτέ το ΚΙΝΑΛ – το 27% θα μπορούσε να το ψηφίσει. Ουσιαστικά ισοπαλία με τον ΣΥΡΙΖΑ!
Τα ποσοστά αυτά κινούνται σταθερά στα ίδια επίπεδα το τελευταίο 18μηνο.
Αν θέλετε να συνοψίσουμε, θα λέγαμε ότι το λεγόμενο «αντιδεξιό ρεύμα» κινείται στο 50%, ενώ το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα» ξεπερνά το 70%. Δεν νομίζω η Δεξιά στην Ελλάδα να έχει γνωρίσει ευρύτερη αποδοχή, ούτε η Αριστερά μεγαλύτερη απόρριψη.
Το εύρημα δεν είναι τυχαίο.
Σφραγίζει μια διακυβέρνηση που (σύμφωνα με όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις) κρίνεται αρνητική ή /και καταστροφική από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Χωρίς ελαφρυντικά.
Εως εδώ τίποτα το πρωτοφανές. Εχουμε ζήσει και άλλες κακές κυβερνήσεις. Με ανάλογα συμπεράσματα.
Αυτό που διαπιστώνεται ίσως για πρώτη φορά από το 2009 είναι ότι μεταβάλλεται ο πολιτικός τροπισμός της ελληνικής κοινωνίας.
Μια κοινωνία που εξόκειλε στην αντισυστημική κι ανορθολογική παράνοια αρχίζει να επανέρχεται στα σύγκαλά της. Η εκτροπή κι ο εκτροχιασμός (ιδίως της τελευταίας τριετίας) πνέουν τα λοίσθια.
Το φαινόμενο της διόρθωσης είναι φυσικά αναμενόμενο στην πολιτική, όπως και στη φυσική. Η ταλάντωση του εκκρεμούς.
Το ερώτημα είναι το βάθος της διόρθωσης και η στερεότητα του νέου συστήματος που αναδεικνύεται.
Τρεις παρατηρήσεις.
Πρώτον, εξανεμίζονται τα πολιτικά δημιουργήματα μιας ταραγμένης εποχής, όπως οι ΑΝΕΛ, το Ποτάμι και η Ενωση Κεντρώων.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αντισταθεί στον υποβιβασμό του μεταβάλλοντας ρητορική και φυσιογνωμία. Θα δούμε αν και ποιους θα πείσει.
Η Βουλή πάντως μάλλον επιστρέφει στον πεντακομματισμό και υπό αυτήν την έννοια θα μοιάζει περισσότερο με τη Βουλή του 2009-2012 – την τελευταία δηλαδή πριν το πολιτικό σύστημα διαλυθεί από την κρίση…
Δεύτερον, όλα προμηνύουν ότι στο νέο τοπίο η πολιτική κι η ιδεολογική κυριαρχία της Κεντροδεξιάς θα είναι συντριπτική.
Δεν ξέρουμε πώς θα εκφραστεί αριθμητικά αλλά διαδοχικά κυβερνητικά αφηγήματα καταρρέουν επειδή συγκρούονται με μια κυρίαρχη θεώρηση της κοινωνίας, την οποία εκφράζει η αντιπολίτευση.
Το πιστοποίησαν όλες οι έρευνες για τις εμφανίσεις των δυο αρχηγών στη ΔΕΘ. Ο Μητσοτάκης ακούστηκε. Ο Τσίπρας όχι ή ελάχιστα.
Από τη μείωση των φόρων και του κράτους έως την επιχειρηματικότητα, από την ανταγωνιστική εκπαίδευση, την αξιολόγηση και την αριστεία έως τη δημόσια ασφάλεια, ο κυρίαρχος κώδικας αξιών και ιδεών της ελληνικής κοινωνίας έχει μετατοπιστεί καθαρά προς τα κεντροδεξιά.
Σε αυτό φυσικά δεν φταίει μόνο ο πρωτογονισμός κι ο αναχρονισμός του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ο κόσμος που έχει αλλάξει. Απλώς η Κεντροδεξιά (στην Ελλάδα κι αλλού) κατάφερε να εκφράσει πειστικότερα κι αρμονικότερα αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές.
Γι΄ αυτό άλλωστε η ανακυκλούμενη πολεμική περί «Ακροδεξιάς» ή «νεοφιλελευθερισμού» μοιάζει τόσο ξεπερασμένη και παλιομοδίτικη που συναρπάζει μόνο τους ολιγάριθμους αναγνώστες των κυβερνητικών εφημερίδων. Είναι το βασικό ιδεολογικό υπόστρωμα της Αριστεράς που έχει υποστεί καθίζηση.
Τρίτον, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η κυρίαρχη Κεντροδεξιά δεν αναμετράται με την παραδοσιακή Κεντροαριστερά.
Ίσα ισα, όλο περισσότερο αναφέρονται και οι δυο σε ένα κοινό corpus ιδεών και αξιών.
Το ευρωπαϊκό σύστημα κλυδωνίζεται από μια λαϊκή Δεξιά κι έναν επιθετικό λαϊκισμό που μονοπωλεί το αίτημα αμφισβήτησης του κυρίαρχου συστήματος – εκείνο που κάποτε ενσάρκωναν οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές και η… «ριζοσπαστική Αριστερά».
Ο διχασμός αφορά την πυραμίδα. Οχι την ιδεολογία.
Είναι μια «ριζοσπαστική Δεξιά» που εκφράζει πλέον τους «κάτω» απέναντι στην κυριαρχία των «πάνω», τους «μέσα» απέναντι στους «έξω». Η Δεξιά αυτή αποτελεί νέο είδος σε σχέση με την Ακρα Δεξιά που ξέραμε πριν ή μετά τον Πόλεμο.
Ευτυχώς όμως στην Ελλάδα τέτοια Δεξιά δεν υπάρχει. Ισως κάτι Βουκεφάλες και κάτι διάσπαρτοι τραμπούκοι, αλλά έως εκεί.
Ο Καμμένος ήταν ούτως ή άλλως περιπατητικού μεγέθους, η Χρυσή Αυγη απωθητικά τοξική και η στάση της ΝΔ στο Μακεδονικό απέτρεψε κάτι πιο επικίνδυνο.
Η βασική ιδέα του Μητσοτάκη ότι «δεν θα διασπάσω το κόμμα μου, ούτε θα διχάσω την Ελλάδα σε Βορρά και Νότο, ούτε θα ρευστοποιήσω το πολιτικό σύστημα, ούτε θα αποσταθεροποιήσω την περιοχή για ένα ζήτημα το οποίο δεν είναι καν στις προτεραιότητές μου!» αποδείχθηκε ορθή.
Θα μπορούσε να προσθέσει: και δεν θα τροφοδοτήσω το είδος της Δεξιάς που έχει κάνει άνω κάτω την Ευρώπη!
Αυτό ακριβώς δηλαδή που επεδίωκε ο… Τσίπρας – ο μόνος τελικά που ενδιαφέρεται να υπάρχει τέτοια Δεξιά στην Ελλάδα και το διατυμπανίζει. Με το «αντιδεξιό ρεύμα» σε καταφανή υποχώρηση, υποθέτω ότι δεν έχει άλλο αφήγημα για να φτάσει στην κάλπη.
Παραδοσιακή αριστερή συνταγή, λοιπόν: όταν δεν υπάρχει Ακροδεξιά, ψάξε να φτιάξεις μια. Οι αριστερές ψυχές αισθάνονται τη μεγαλύτερη αγαλλίαση όταν κυκλοφορούν με αντιφασιστικές στολές.
Εστω και κινούμενες στα όρια της γελοιότητας.
Απόμαχος πανεπιστημιακός σε παράκρουση καλούσε πρόσφατα να πολεμήσουμε «τον φασισμό μέσα στο σπίτι μας. Ομόνοια, Σαλαμίνα, Πέραμα, Κερατσίνι, Θεσσαλονίκη, Μυτιλήνη, Καλαμάτα, Ευρώπη, ΗΠΑ» – φαντάζομαι τι ΕΝΦΙΑ θα πληρώνει ο άνθρωπος με τόσα σπίτια… («Εφ. Συν.», 26/9).
Ενώ η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωνε ότι «ο φασισμός δεν θα περάσει Γλάδστωνος 2» – με την ελπίδα ότι κάποιος φυλάει και τη Γλάδστωνος 4, διότι ο φασισμός είναι ύπουλος και μπορεί να κινηθεί κυκλωτικά.