Στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» ο Χατζηχρήστος και ο Ηλιόπουλος – επαρχιωτάκος ο πρώτος, ραφτάκος ο δεύτερος – φοβούνται, από μία παρεξήγηση, ο ένας τον άλλον. Πιο σωστά, αυτό που ο καθένας νομίζει ότι είναι ο άλλος μέσα από τις εξωφρενικές διηγήσεις και περιγραφές των κοινών γνωστών τους. Δυο άνθρωποι που στο τέλος αγκαλιάζονται τρομαγμένοι για να προστατευθούν από τη… φήμη του εαυτού τους. Ετσι όπως την καλλιέργησαν οι άλλοι. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Στον κινηματογράφο και στο θέατρο αυτό λέγεται κωμωδία παρεξηγήσεων. Στη ζωή, τέτοιες «παρεξηγήσεις» είναι πολύ πιθανόν να εξελιχθούν σε τραγωδίες.

Την είδαμε αυτή την τραγωδία να εξελίσσεται πριν από οκτώ ημέρες στην οδό Γλάδστωνος. Ενας σοκαριστικός, αποτρόπαιος και άδικος θάνατος που το αν ήταν ή όχι δολοφονία το εκτιμώ ως τυχαίο (όταν κλωτσάς με μανία στο κεφάλι έναν αιμόφυρτο άνθρωπο, το πιθανότερο είναι ότι, στη συνέχεια, δεν θα σηκωθεί, θα τινάξει τα ρούχα του και θα συνεχίσει, σφυρίζοντας αμέριμνα, τον δρόμο του). Αν ο φόβος ενώνει τους ανθρώπους, ο τρόπος που τον μετασχηματίζουν δημιουργεί τεράστια χάσματα μεταξύ τους, αφού, στην ουσία, πρόκειται περί ψυχικού και κοινωνικού πολιτισμού. Ή περί της παντελούς αλλοτρίωσής του.

Τα αίτια του θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου είναι, θεωρώ, προφανή. Το εφέ του είναι ανεξέλεγκτο. Ή, πολύ φοβάμαι, ελεγχόμενο και κατευθυνόμενο από ένα συλλογικό θυμικό – όχι πάντα αθώο – που αγελοποιεί και κρεμάει ταμπέλες. Την καθαρογράψαμε λοιπόν την ταμπέλα γιατί ήταν παλιά και είχε ξεβάψει, τη σενιάραμε και όπα της. «Νοικοκυραίοι», ιδού οι ένοχοι. Και άρχισαν οι αδόκιμες αναλύσεις περί της διαφοράς νοικοκύρη και νοικοκυραίου και ανασύρθηκαν αναφορές στους επαγγελματίες του 19ου αιώνα και τι εννοούσε ο ένας και τι εννοούσε ο άλλος και τι υπονοούσε ο Μπουκάλας και πώς το ανέφερε ο Αβέρωφ το 1980. Και δώσ’ του κοινωνική εμβάθυνση με γκρέιντερ στιχάκια του Πάνου Τζαβέλλα και τον «Κυρ Παντελή» του, όπου ο μικροαστός ταυτίζεται με τον μαγαζάτορα, λες και οι δημόσιοι υπάλληλοι, ας πούμε, είναι εξ ορισμού τίποτα Τουπαμάρος που ξέπεσαν, μαζί με τον Τζαβέλλα, από τη δεκαετία του 1970.

Συγγνώμη, είμαστε με τα καλά μας; Προσπαθούμε να περιγράψουμε ανθρωπότυπους της σημερινής ελληνικής κοινωνίας με όρους και μάλιστα αδόκιμους που τους αφήσαμε πίσω πριν από σαράντα χρόνια; Διότι, προσωπικά, περίπου τόσα είχα να ακούσω τη λέξη στον δημόσιο διάλογο. Μέχρι που την επανέφερε το new speech του ΣΥΡΙΖΑ για να στοχοποιήσει μια συγκεκριμένη τάξη, τον «εχθρό», διότι, ως γνωστόν, αυτοί που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για να μην πληρώνουν ΕΝΦΙΑ είναι η ευρύτερη παρέα του Μπάροουζ.

Ας τελειώνουμε λοιπόν με τις ταμπέλες, ειδικά αυτοί που έδωσαν αγώνες για να τις ξεκρεμάσουν από επάνω τους μαζί με τα περιδέραια των εύκολων συνειρμών. Νοικοκυραίοι και Κοντογιώργηδες δεν υπάρχουν. Υπάρχουν άνθρωποι βίαιοι και πράοι, μικρόψυχοι και μεγαλόψυχοι, αυταρχικοί και διαλεκτικοί, άνθρωποι που κλωτσάνε στο κεφάλι αιμόφυρτους και άλλοι που δεν το κάνουν. Τόσο απλά.