Είναι πράγματι πρόκληση. Να μην κρίνω, να μην πάρω θέση. Να μη δικάσω τον Ζακ, να μην καθίσω στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον κοσμηματοπώλη. Να μην ακολουθήσω το ρεύμα. Να πάω κόντρα στους πνευματικούς ταγούς των πληκτρολογίων.

Είναι πράγματι δύσκολο να μη γίνω «πλατσάριος», όπως αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί αυτούς που διαλαλούσαν το έγκλημα για να παραδειγματίζεται ο λαός και να απέχει από άδικες πράξεις. Αντί για σάλπιγγες οι σύγχρονοι πλατσάριοι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διαπομπεύσουν, να το κάνουν βούκινο.

Η εκβολή του αποχετευτικού μας συστήματος στο οποίο μπερδεύονται τα καθάρια με τα ρυπαρά υγρά. Εκεί όπου αναμειγνύονται σκέψεις και απόψεις, με υστεροβουλίες, κακίες και μικροψυχίες.

Δικαστές των πράξεων των άλλων. Κι αυτούς; Ποιος θα τους κρίνει όλους αυτούς που με τη ρομφαία τους καταδικάζουν σε κοινωνικό θάνατο υπολήψεις;

Ενας υπολανθάνων ρατσισμός από μια πνευματική ελίτ – εκεί τοποθετούν τους εαυτούς τους – που δικάζει και καταδικάζει σύμφωνα με τα δικά της στερεότυπα και τις προκαταλήψεις.

Είδαμε, ακούσαμε, μας είπαν. Ο λούμπεν, ο εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης, ο κακός αστυνομικός. Η καλή ψυχή, ο κακός μαγαζάτορας, ο κακοπληρωμένος αστυνομικός. Ο περιθωριακός, ο αγανακτισμένος και η Αστυνομία που δεν κάνει τη δουλειά της.

Οι δίκες έχουν όλων των ειδών τους κατηγορούμενους και τους μάρτυρες. Τους επιλέγουμε ανάλογα με τις ευαισθησίες μας, τα θυμιάματά μας, τους ήρωές μας.

Συναισθήματα που ποτέ δεν αποξηράναμε φοβούμενοι πως όσα θα αποκαλυφθούν στον πάτο της πραγματικότητας θα μετατραπούν σε εργαλεία που θα γκρεμίσουν τον μικρόκοσμό μας. «Μην κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». Είναι πολλοί, πάρα πολλοί αυτοί που πιστεύουν πως αυτές οι πέντε λέξεις δεν τους αφορούν. Νιώθουν πως διαθέτουν το θείο χάρισμα να κρίνουν ανθρώπινες ζωές, να τις τοποθετούν στις αυτοσχέδιες ζυγαριές τους και να αποφασίζουν: εσύ είσαι ο καλός. Εσύ είσαι ο κακός. Τίποτα περισσότερο από ειμαρμένες, επικρίσεις για την υποδήλωση ενός οιηματικού εγωισμού.