O Ολυμπιακός την Πέμπτη θα αντιμετωπίσει τη Μίλαν στο Σαν Σίρο και κάθε συνάντηση ελληνικής ομάδας με τους Ροσονέρι φέρνει στο μυαλό τον διασημότερο ίσως ιταλό πρόεδρο ομάδας και ταυτόχρονα πολιτικό, δηλαδή τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Τον άνθρωπο που καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην Ευρώπη κατάλαβε πως η γοητεία του ποδοσφαίρου μπορεί να γίνει εργαλείο κομματικής επιτυχίας – ας μην μπερδεύουμε την πολιτική με τα κόμματα: αυτή συνήθως είναι κάτι άλλο.

Λέγκα

Αφού φλέρταρε με την εξαφάνιση στις τελευταίες ιταλικές εκλογές, χάνοντας από τη συνεχώς ανερχόμενη ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά τούς κάποτε πιστούς οπαδούς του, ο Μπερλουσκόνι επιχειρεί μια κάποια επιστροφή στο κέντρο της ιταλικής πολιτικής σκηνής. Ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει την εκλογή του στην Ευρωβουλή τον Μάιο, έδωσε μια συνέντευξη έπειτα από δύο μήνες απόλυτης μετεκλογικής σιωπής, ανήγγειλε ότι θα αλλάξει το κόμμα δίνοντας χώρο στους νέους.

Η επανεμφάνισή του επέτρεψε στο Forza Italia να τσιμπήσει κάτι στις τελευταίες δημοσκοπήσεις: έφτασε ύστερα από καιρό το 9% και ο στόχος ενός διψήφιου ποσοστού δεν είναι μακρινός. Και τι έκανε ο Καβαλιέρε για να σφραγίσει την επιστροφή του; Ανακοίνωσε ότι θα αγοράσει μια ομάδα! Οχι τη Μίλαν, που πλέον έχει ως μετόχους Αμερικανούς και Κινέζους, αλλά τη Μόντσα, που αν και είναι γνωστή για την πίστα τής Formula 1, έχει και ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία πάντως μεγαλεία έχει χρόνια να γνωρίσει. Ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποιεί πάλι συμβολικά το ποδόσφαιρο: θέλει να δείξει πως, όπως και στην πολιτική σκηνή, έτσι και σε αυτό μπορεί να ξαναγίνει πρωταγωνιστής ξεκινώντας σχεδόν από την αρχή.

Μίλαν

Ο πολύς κόσμος που δεν γνωρίζει την άνοδο του δον Σίλβιο στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας νομίζει πως όχημά του υπήρξαν οι διεθνείς επιτυχίες της Μίλαν τη δεκαετία του ’90: ισχύει, αλλά μόνο εν μέρει. Ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποιούσε πάντα τη Μίλαν ως ένα παράδειγμα επιτυχημένης διοίκησης και πολύ συχνά όταν μιλούσε «για την ανάγκη να διοικηθεί το κράτος ως εταιρεία», η εταιρεία στην οποία αναφερόταν και που συνδύαζε επιτυχίες και κέρδη ήταν η Μίλαν. Αλλά πιο πολύ από τη Μίλαν αυτό που χρησιμοποίησε ήταν το ίδιο το μεγάλο παλκοσένικο του ιταλικού ποδοσφαίρου χτίζοντας το προφίλ ενός παράξενου ηγέτη, που ήθελε να ‘ρθει σε ρήξη με το παρελθόν. Αυτός πρώτος μίλησε για την ανάγκη των ιταλικών ομάδων να εξασφαλίσουν έσοδα από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αυτός επέβαλε στα χρυσά χρόνια του ιταλικού ποδοσφαίρου την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ως πρώτη προτεραιότητα, αυτός έβαλε τα ωραία του χρήματα για την οργάνωση των ακαδημιών, αλλά και τη δημιουργία ενός προπονητικού κέντρου της ομάδας που υπήρξε πρότυπο. Αυτός υποχρέωσε το 1996 την ομοσπονδία να καταργήσει το όριο χρησιμοποίησης ξένων παικτών, επιτρέποντας περισσότερους από τρεις, κι αυτός χρηματοδότησε τη δημιουργία του G14, της πρώτης ευρωπαϊκής λίγκας των μεγάλων συλλόγων, που σχεδιάζοντας το καλοκαίρι του 1998 ένα κλειστό ευρωπαϊκό πρωτάθλημα υποχρέωσαν ουσιαστικά την UEFA να δημιουργήσει το Τσάμπιονς Λιγκ. Και φυσικά αυτός ήταν πάντα ο πρόεδρος που μπορούσε να τσακωθεί με όλους, που έκανε δημόσια υποδείξεις σε προπονητές, που ξόδευε για μεταγραφικές τρέλες.

Εικόνα

Ο Μπερλουσκόνι εκμεταλλεύτηκε το ποδόσφαιρο όχι για να κερδίσει δημοτικότητα, αλλά για να χτίσει μια δημόσια εικόνα. Πριν πάρει τη Μίλαν, ήταν ένας νεόπλουτος με καλές σχέσεις με τον Μπετίνο Κράξι, που αφού έκανε δουλειές ως κατασκευαστής απέκτησε κανάλια και εφημερίδες. Ηταν γνωστός και επιτυχημένος, αλλά ο κόσμος διασκέδαζε με τους έρωτές του και το παρελθόν του: το γεγονός ότι νεαρός τραγουδούσε κι έπαιζε πιάνο σε κρουαζιέρες τον καταδίωκε ως εικόνα για χρόνια. Μπαίνοντας στο ποδόσφαιρο έγινε πρόεδρος – δηλαδή ένα σύμβολο εξουσίας. Πήγαινε με το ελικόπτερο από τη Ρώμη στο Μιλάνο για να δει προπονήσεις. Επέβαλε στη Μίλαν ως προπονητή τον άγνωστο Αρίγκο Σάκι. Είχε γνώμη για τεχνικά ζητήματα κι έκανε δημόσια κριτική σε δύο τουλάχιστον ιταλούς ομοσπονδιακούς: στον Αντζελο Βιτσίνι (γιατί το 1990 στον ημιτελικό του Μουντιάλ Ιταλία – Αργεντινή δεν έβαλε τον Βιέρκβουντ στον Μαραντόνα) και στον Ντίνο Τζοφ (που κατηγόρησε ως υπεύθυνο για την απώλεια του Εuro του 2000 υποχρεώνοντάς τον σε παραίτηση). Του άρεσε να αφήνει υπονοούμενα ότι συζητά τη σύνθεση της Μίλαν με τον Φάμπιο Καπέλο και τον Κάρλο Αντσελότι και μιλούσε μετά το τέλος των αγώνων που παρακολουθούσε στο Σαν Σίρο αποκαλώντας τους ποδοσφαιριστές με τα μικρά τους ονόματα (ο Πάολο, ο Μάρκο, ο Ρουντ κ.λπ.), σαν στοργικός πατερούλης. Ο ποδοσφαιροπαράγοντας Μπερλουσκόνι βοήθησε τον επιχειρηματία Μπερλουσκόνι ν’ αλλάξει πρόσωπο. Υστερα από τρία χρόνια ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο δεν υπήρχε πια ο αινιγματικός φίλος του Κράξι, που αναστάτωνε τη βραδινή ζωή του Μιλάνου, αλλά ο ηγέτης της Μίλαν. Ο άνθρωπος με το χαμόγελο που έλεγε ότι στόχος ήταν η κατάκτηση της Ευρώπης – ο κύριος πρόεδρος. Που μπορούσε να είναι και φίλος των παικτών, είδωλο των οπαδών, αλλά και να φορέσει φόρμα και να καθίσει στον πάγκο, όπως τον βλέπετε στο σκίτσο της Εφης Ξένου.

Φίλος

Οταν η Μίλαν παρήκμασε, αυτός ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας, αλλά πλέον μακριά από το ποδόσφαιρο: η απομάκρυνση του έκανε κακό. Οταν η Μίλαν κέρδισε στην Αθήνα το Τσάμπιονς Λιγκ, το 2008, ήρθε εδώ, το πανηγύρισε και οι παίκτες στο τέλος τον πέταξαν στον αέρα. Ο πιστός του φίλος και μόνιμος διευθύνων σύμβουλος της ομάδας Αντριάνο Γκαλιάνι είχε πει πως «εκείνη ήταν η τελευταία ευτυχισμένη νύχτα του Σίλβιο» – για κάποιον που συνέδεσε το όνομά του με τα μπούγκα μπούγκα πάρτι είναι μάλλον υπερβολή. Ωστόσο την ευτυχία που βρήκε στο ποδόσφαιρο δεν τη βρήκε αλλού πουθενά. Αδυνατώντας πια να αγοράσει μεγάλους παίκτες, έγινε με τον καιρό ένας απλός παρατηρητής της κατηφόρας της ομάδας, την οποία εμπιστεύθηκε για λίγο και στην κόρη του Μπάρμπαρα, που όμως αγαπούσε τους ποδοσφαιριστές πιο πολύ από την μπάλα. Η ανημποριά του να φτιάξει μια Μίλαν ανταγωνιστική και το άγχος του στο τέλος να την πουλήσει σε κάποιους κινέζους φαντομάδες τσάκισαν και το πολιτικό προφίλ του: το ποδόσφαιρο είναι αμείλικτο. Πουλώντας προ διετίας τη Μίλαν πήρε αρκετά χρήματα, παρέδωσε όμως την ομάδα στα χειρότερα κινεζικά χέρια. Οι θεατρινισμοί του αργότερα και οι κατά καιρούς δηλώσεις του με τις οποίες εξέφραζε την πίκρα του για την κατρακύλα της ομάδας δεν έπεισαν κανέναν. Το μόνο καλό στο φινάλε είναι ότι δεν πρόλαβαν να του φωνάξουν «φύγε». Είχε φύγει ήδη.

Μόντσα

Θα ‘χει ενδιαφέρον να δούμε τι θα κάνει με τη Μόντσα. Είναι 81 χρονών. Αραγε μεγαλύτερος ή μικρότερος από τη νέα του ομάδα;