Λίγες ώρες πριν από το κρίσιμο δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ, η ανησυχία των διεθνών παρατηρητών έχει αυξηθεί. Αφενός με την αμφιβολία για το ποσοστό προσέλευσης στις κάλπες ώστε να καλυφθεί το 50% των ψηφοφόρων και αφετέρου με την εκστρατεία κατά του Ναι. Που εκδηλώνεται παθητικά σχεδόν από πλευράς ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επιθετικά από πλευράς προέδρου Ιβανόφ, ο οποίος κατακεραυνώνει τη συμφωνία των Πρεσπών δηλώνοντας απερίφραστα αποχή. Μέχρι την ύστατη στιγμή του δημοψηφίσματος, ο διεθνής παράγων φρόντισε να κάνει αισθητή την παρουσία του ζητώντας ανοιχτά από τον κόσμο της γειτονικής χώρας να προσέλθει μαζικά στις κάλπες και να υπερψηφίσει το Ναι.
Στη δική μας πλευρά διακρίνεται μια οριακή πλειοψηφία στη Βουλή που φαίνεται να δίνει το φιλί της ζωής στη συμφωνία των Πρεσπών και να δείχνει τον δρόμο της λήθης στις οξύνσεις που επανέκαμψαν το ίδιο ηχηρές όσο πριν από 27 χρόνια.
Δεν είναι μικρή η πρόκληση! Από χώρα που κάποιοι στη Δύση αποδοκίμαζαν η λοιδορούσαν πριν από λίγα χρόνια για τις οικονομικές επιδόσεις της, η Ελλάδα αγγίζει σχεδόν τη δυνατότητα να παίξει έναν ρόλο που δεν φανταζόταν ούτε η ίδια ούτε το δυτικό περιβάλλον της. Αυτά όλα επιβάλλεται να μπουν κάτω από τον αντικειμενικό φακό του ελληνικού πολιτικού φάσματος που ψύχραιμα πρέπει να καταλήξει σε επιλογές. Είναι πρωταρχικής σημασίας η διαφύλαξη των συμφερόντων της χώρας. Οχι μόνο σε σχέση με τον άμεσα γειτονικό της χώρο αλλά και σε σχέση με τη διεθνή της εικόνα και τον ουσιαστικό ρόλο που θα μπορεί να παίζει στην ευρύτερη περιοχή της.
Κάποιες πόρτες του διεθνούς ορίζοντα δείχνουν να έχουν ανοίξει για την Αθήνα. Το ερώτημα είναι αν θα τις κρατήσουμε ανοιχτές ή θα αφήσουμε να τις κλείσουν τρίτοι ή θα το κάνουμε εμείς οι ίδιοι, απασχολημένοι με εσωτερικές έριδες.
Ο Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή