«Ο Πούτιν δεν είναι ιδεολόγος. Καθώς αυτός και οι φίλοι του συσσώρευαν τεράστιο πλούτο, η απειλή του να μην μπορούν να τον απολαύσουν ελεύθερα στη Δύση θα ήταν πολύ σοβαρή. Σε αντίθεση με τους σοβιετικούς προκατόχους τους, ο Πούτιν και οι σύμμαχοί του δεν είναι ικανοποιημένοι με το τελευταίο μοντέλο της ρωσικής λιμουζίνας ZIL και ένα εξοχικό στη Μαύρη Θάλασσα. Θέλουν να κυβερνούν όπως ο Ιωσήφ Στάλιν, αλλά να ζουν όπως ο Ρομάν Αμπραμόβιτς, ο καλός φίλος του Πούτιν που χρησιμοποίησε τα πλούτη του για να αγοράσει μια διάσημη αγγλική ομάδα ποδοσφαίρου και γιοτ διαστάσεων γηπέδου ποδοσφαίρου. Οι ολιγάρχες του Πούτιν ταξιδεύουν στον κόσμο και διατηρούν τον πλούτο τους στο εξωτερικό, και αυτό δίνει στις δυτικές κυβερνήσεις πραγματική επιρροή εάν έχουν το θάρρος να τη χρησιμοποιήσουν».
    Αυτές οι γραμμές είναι γραμμένες εν θερμώ, το 2015, ενόσω δεν έχει καταλαγιάσει ακόμη ο κουρνιαχτός από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας. Τις υπογράφει ο Γκάρι Κασπάροφ στο βιβλίο του Ερχεται Χειμώνας, που εκδόθηκε πρόσφατα και στην Ελλάδα (Επίκεντρο, 2018), με επιμέλεια και πρόλογο του Νίκου Μαραντζίδη. «Το Ερχεται Χειμώνας», σημειώνει ο Μαραντζίδης, «συγκροτεί μια παθιασμένη αλλά πειστική επιχειρηματολογία, γιατί η Ρωσία σήμερα απέχει από το να θεωρείται μια “φυσιολογική” ευρωπαϊκή χώρα όπως προσποιούνται συχνά ότι είναι δυτικοί πολιτικοί, διαμορφωτές γνώμης και επιχειρηματίες».
   Ο 55χρονος σήμερα Γκάρι Κασπάροφ, παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού επί σειρά ετών (αποσύρθηκε οριστικά μόλις το 2005) και σφοδρός πολιτικός αντίπαλος του Βλαντίμιρ Πούτιν, έχει καταφύγει εδώ και καιρό στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή έχει πειστεί ότι το να ορθώνεις το πολιτικό σου ανάστημα απέναντι στον βραχύσωμο ηγεμόνα του Κρεμλίνου μπορεί να αποβεί επιβλαβές για την υγεία σου (ο πολιτικός Μπόρις Νεμτσόφ – στον οποίον αφιερώνει ο Κασπάροφ το βιβλίο του -, η δημοσιογράφος Αννα Πολιτόφσκαγια και ο πρώην πράκτορας Αλεξάντρ Λιτβινένκο είναι μονάχα τρία από τα δεκάδες επώνυμα και χιλιάδες ανώνυμα θύματα του Πούτιν κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας).
   Ο Κασπάροφ αφηγείται την αναρρίχηση και την εδραίωση του Πούτιν στην εξουσία ως μια ιστορία τρόμου και διαφθοράς, με σταθερή διολίσθηση από την εύθραυστη δημοκρατία του 2000 στη σημερινή απροκάλυπτη δικτατορία. Δεν βρίσκει τυχαία αναλογίες ανάμεσα στον τρόπο που «πήρε το δαχτυλίδι» ο Χίτλερ από τον Χίντεμπουργκ με τον τρόπο που «πήρε το δαχτυλίδι» ο Πούτιν από τον Γέλτσιν (μοιραίος τότε ο γιος του Χίντεμπουργκ, μοιραία τώρα η κόρη του Γέλτσιν). Πιθανόν σε πολλά σημεία το βιβλίο του Κασπάροφ να ενοχλήσει τον έλληνα αναγνώστη. Σε μια χώρα όπου, ας μην το ξεχνάμε, η δημοτικότητα του Πούτιν βρίσκεται υψηλότερα από οιουδήποτε άλλου ξένου ηγέτη, δεν καταπίνεις εύκολα αποσπάσματα για το ηθικό εκτόπισμα της πολιτικής του Ρόναλντ Ρίγκαν, ενώ ταυτόχρονα διαβάζεις απαξιωτικές κρίσεις για ηγέτες όπως ο Μπιλ Κλίντον ή ο Μπαράκ Ομπάμα. Ας δείξουμε κατανόηση. Διαφορετικά προσλαμβάνει τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και τη «μετασοβιετική εποχή» κάποιος που τα έζησε στο πετσί του, όπως ο Κασπάροφ, και διαφορετικά κάποιος που κοιμάται κάθε βράδυ στο κρεβατάκι του στην Ελλάδα και τον νανουρίζουν με κομμουνιστικά παραμύθια.
   Οπως δηλώνει ευθαρσώς και ο σχοινοτενής υπότιτλος του βιβλίου – «Γιατί πρέπει να αντιταχθούμε στον Βλαντίμιρ Πούτιν και στους εχθρούς του ελεύθερου κόσμου» – ο Κασπάροφ στηλιτεύει την πολιτική του κατευνασμού, διότι πιστεύει ακράδαντα ότι όλοι οι wannabe δικτάτορες εκλαμβάνουν τον κατευνασμό ως αδυναμία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αντλεί από το βιβλίο του αείμνηστου αμερικανού δημοσιογράφου Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ Πόλεμος εν Καιρώ Ειρήνης: ο Μπους, ο Κλίντον και οι Στρατηγοί (2002): «Ο Μιλόσεβιτς διατηρούσε τις ίδιες αντιλήψεις που είχαν πολλοί ολοκληρωτικοί ηγέτες πριν από αυτόν. Αντιλαμβανόταν την αργοπορία των δημοκρατιών να αντιδράσουν ως ένδειξη αδυναμίας. Θεωρούσε πως έστω κι αν ήταν εύπορες, βρίσκονταν σε παρακμή. Επιπλέον, επειδή οι πολιτικοί και οι πολίτες τους φοβόντουσαν να καταβάλουν το τίμημα του πολέμου, μπορούσαν να εκφοβιστούν. Κάποτε είπε στον γερμανό υπουργό Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ, “Εγώ μπορώ να αντέξω τον θάνατο – πολλούς θανάτους – εσείς όμως δεν μπορείτε”…». Ο Κασπάροφ συνεχίζει το σκεπτικό από εκεί που το αφήνει ο Χάλμπερσταμ: «Ο Πούτιν ακολούθησε τον ίδιο αδίστακτο υπολογισμό στις επαφές του με τον ελεύθερο κόσμο σε σχέση με την εισβολή του στη Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία σήμερα».
    Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα και λιγότερο splatter σημεία στο βιβλίο του Κασπάροφ – ίσως επειδή δεν αφορά μονάχα τα τυραννικά καθεστώτα – είναι εκεί όπου εξηγεί την προπαγανδιστική τεχνική του Πούτιν, μια τεχνική που κληρονόμησε – αλλά αναπροσάρμοσε επί τα βελτίω – από το σοβιετικό καθεστώς: «Η σοβιετική προπαγάνδα είχε επίσης εξειδικευτεί στην τακτική του “και τι έχετε να πείτε για” (whataboutism), που περιγράφει πώς οι Σοβιετικοί ηγέτες θα απαντούσαν στην κριτική για τις σοβιετικές σφαγές, τις αναγκαστικές απελάσεις και τα γκουλάγκ με ερωτήσεις όπως “Τι έχετε να πείτε εσείς οι Αμερικανοί για το πώς συμπεριφερόσασταν στους ιθαγενείς πληθυσμούς και στους σκλάβους;”. Ως επί το πλείστον, ήταν ένα ολοφάνερο και ύπουλο ρητορικό κόλπο εκτροπής της συζήτησης και αλλαγής θέματος. Δεδομένου ότι ο Πούτιν έχει αναβιώσει τόσες πολλές σοβιετικές μεθόδους και παραδόσεις, το whataboutism είναι δημοφιλές και πάλι σήμερα χάρη στα εκπαιδευμένα στελέχη διαδικτυακού τρολ στη Ρωσία. […] Η τεχνική αυτή είναι πάντα δημοφιλής στους ηγέτες και υποστηρικτές των αυταρχικών καθεστώτων, επειδή δεν έχουν απαντήσεις για τα δικά τους εγκλήματα».
   Είναι φανερό πως το whataboutism είναι ιδιαίτερα δημοφιλές και στην πατρίδα μας όπου, χτύπα ξύλο, υφίστανται ακόμη ισχυρά αντισώματα τόσο εναντίον του δεξιού όσο κι εναντίον του αριστερού αυταρχισμού. Η νοσηρή σαγήνη του whataboutism έγκειται στο ότι μας επιτρέπει εις το διηνεκές να δραπετεύουμε από τα αδιέξοδα των πολιτικών μας πράξεων/ λαθών/ εγκλημάτων στον ενεστώτα χρόνο, να καταφεύγουμε στο παρελθόν κι εκεί, από το σύνολο της ιστορικής εμπειρίας, να επιλέγουμε εκείνο το περιστατικό που μας βολεύει περισσότερο: σε κάθε αριστερό έγκλημα να αντιτάσσουμε ένα δεξιό έγκλημα (αν είμαστε αριστεροί), σε κάθε δεξιό έγκλημα ένα αριστερό έγκλημα (αν είμαστε δεξιοί) κ.ο.κ. Ετσι εθίζουμε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος στον πολιτικό παλιμπαιδισμό, μια αέναη εφηβεία, όπου καμία ευθύνη δεν φέρουμε, καμία ευθύνη δεν αναζητούμε και καμία ευθύνη δεν αποδίδουμε, αφού «όλοι τα έχουν κάνει όλα» και «γιατί, οι άλλοι ήταν καλύτεροι;». Pas mal για μια κοινωνία που γερνάει και πεθαίνει. Για μια κοινωνία που δεν διορθώνει τα λάθη της, αφ’ ης στιγμής δεν πιστεύει ότι κάνει λάθη.