Δεν υπάρχει πολιτικός ηγέτης στη σύγχρονη γερμανική, ίσως και την ευρωπαϊκή, ιστορία ο οποίος δεν θα ζήλευε το μακράν μεγαλύτερο επίτευγμά της, αυτό που πέτυχε ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ: την αναίμακτη επανένωση της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990 και, στη συνέχεια, την εκ νέου μεταφορά τής πρωτεύουσας της χώρας από τη Βόννη στο Βερολίνο. Σαράντα πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας από τους Συμμάχους, ο Κολ κατάφερε να αντιστρέψει πλήρως όλα τα τετελεσμένα της και να εγκαινιάσει μία ιστορική περίοδο, στην οποία η Γερμανία θα αποκτούσε τεράστια ισχύ ενταγμένη πια πλήρως στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Παρ’ όλα αυτά, επίσης δεν υπάρχει ηγέτης ο οποίος θα ήθελε να έχει τη μοίρα του Κολ, ο οποίος τελικά έπεσε, με έναν ιδιότυπο τρόπο, στο σκοτάδι της Ιστορίας. Μπορεί ο θάνατός του να αντιμετωπίστηκε τόσο από το Βερολίνο όσο και από τις Βρυξέλλες ως η απώλεια του μεγαλύτερου σύγχρονου ευρωπαίου πολιτικού, όμως τα χρόνια που μεσολάβησαν από την πτώση του μέχρι τη στιγμή που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή ήταν χρόνια απομόνωσης και τεράστιας απόκλισης μεταξύ των όσων έκανε για τη Γερμανία και του πώς εκείνη τελικά τον τίμησε.
Η αιτία για όλα αυτά ήταν η υπόθεση των μαύρων ταμείων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε αποδεχθεί «δωρεές» για το κόμμα [προσοχή: αποδεδειγμένα όχι για τον εαυτό του] και η πτώση ήταν παταγώδης και καταιγιστική, με πολιτικό ενορχηστρωτή το πάλαι ποτέ αγαπημένο του παιδί, που εκείνος του άνοιξε τις πόρτες της εξουσίας, την Ανγκελα Μέρκελ. Με τον φυσικό διάδοχο του Κολ, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, να είναι αδύνατο να διεκδικήσει πια την ηγεσία έπειτα από την καθήλωσή του στο αναπηρικό καρότσι ως αποτέλεσμα δολοφονικής επίθεσης το 1990, η Μέρκελ είδε στην υπόθεση των ταμείων τη μεγάλη ευκαιρία μιας πολιτικής πατροκτονίας: ήταν με δικό της κείμενο σε γερμανική εφημερίδα που άνοιξε το θέμα για την αποπομπή, ουσιαστικά, του Κολ. Και ήταν εκείνη που την κεφαλαιοποίησε.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα επόμενα χρόνια ο Κολ θα καταλάβει οριστικά τη θέση που πραγματικά του αξίζει στη γερμανική ιστορία – αυτό ήδη ξεκίνησε με τον θάνατό του -, η οικογένειά του επιθυμούσε να μη μιλήσει η Μέρκελ στην πρωτοφανή τελετή που έγινε γι’ αυτόν στο Στρασβούργο. Εκείνα που πέτυχε όχι απλώς δεν έχουν προηγούμενο, αλλά μέχρι την τελευταία στιγμή δεν μπορούσε και κανείς να το πιστέψει ότι θα επιτευχθούν. Αξιοποίησε στο έπακρο προς όφελος της χώρας του τόσο τις ανησυχίες των Αμερικανών για τον Ψυχρό Πόλεμο και την ανάγκη τους να νικήσουν την ΕΣΣΔ χωρίς να «πατηθούν τα κουμπιά», όσο και την οικονομική κατάρρευση της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας, στην οποία σχεδίαζε να δώσει τεράστια οικονομική βοήθεια, κάτι που, εν τέλει, δεν χρειάστηκε: ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, σε μια ιστορική σύσκεψη στη Μόσχα, είπε το «ναι» για την επανένωση πριν καν ο Κολ τού το ζητήσει! Ταυτόχρονα, έπεισε τον Φρανσουά Μιτεράν ότι δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει μια ηγεμονική Γερμανία. Δεν έλεγε ψέματα: κατά τα τελευταία χρόνια ο Κολ, όπως και ο προκάτοχός του Χέλμουτ Σμιτ, επιτέθηκαν δημόσια πολλές φορές στη Μέρκελ για την ηγεμονική πολιτική της, την οποία θεωρούσαν καταστρεπτική για την Ευρώπη. Η μόνη που δεν πείστηκε για όλα αυτά ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ, που θεωρούσε δεδομένη τη γερμανική ηγεμονία μετά την επανένωση και που αρνήθηκε όσο μπορούσε να την αποδεχθεί και το έπραξε τελικά μόνο κατόπιν ισχυρότατης αμερικανικής πίεσης. Αλλωστε, μετά την πτώση του Τείχους, αυτός ήταν πια και ο μονόδρομος της Ιστορίας. Ο Κολ, όπως και ο Σμιτ, δύο ιστορικοί καγκελάριοι της Γερμανίας, υπήρξαν γνήσιοι Ευρωπαίοι. Ομως, η ίδια η ενωμένη Γερμανία είναι πάνω από όλα πρώτα Γερμανία. Και οι δύο αντιτάχθηκαν, πλην ανεπιτυχώς, με όλες τους τις δυνάμεις σε αυτό.