Μου λείπει η επιθεώρηση ως μόνιμος και πληθωρικός θεατρικός κυρίως θερινός θεσμός. Γνωρίζω βέβαια τους λόγους που σχεδόν, πλην μιας εξαίρεσης που θα με απασχολήσει ξανά παρακάτω, σήμερα δεν είναι έγνοια της θεατρικής αγοράς. Και μια και αναφέρθηκα στην αγορά (και χρησιμοποιώ τον όρο με την αρχαία και έως πρόσφατα σημασία του, όχι με την αποκλειστικά… αγοραία, οικονομική), θυμίζω πως για πολλά χρόνια (έχουν περάσει ήδη 130 χρόνια από την ελληνική της εκδοχή, μοναδική ως φόρμα και περιεχόμενο διεθνώς!) ήταν η δημόσια σατιρική κριτική του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου, κοινωνικού και επαγγελματικού και ηθικού, αλλά κυρίως πολιτικού.

Οχι, δεν την αντικατέστησε η τηλεόραση, όσο κι αν το αποπειράθηκε. Πολλές φορές διαπιστώνω πως η ιδιοφυής σύλληψη ενός παλιού επιθεωρησιακού νούμερου δέκα λεπτών αναπτύσσεται σε σίριαλ 13 επεισοδίων. Αντιλαμβάνομαι βέβαια πως η συγγραφή ενός νούμερου θέλει ειδικά προσόντα. Καίρια σύλληψη της επικαιρότητας, πυκνότητα, γλωσσική στρατηγική και αίσθηση της κοινωνικής αποδοχής. Αλλά φοβάμαι πως η σημερινή έλλειψη οφείλεται σαφώς και στην οικονομική δυσπραγία που οδηγεί τη θεατρική παραγωγή σε μικρές λύσεις, μονολόγους, ολιγάριθμες διανομές, αφαιρετικά σκηνικά και σύγχρονα κοστούμια, έστω κι αν ανεβάζεται βικτωριανό ή ελισαβετιανό ή και αρχαίο ρεπερτόριο!

Η επιθεώρηση, παρόλο που άνθησε και σε δύσκολες οικονομικά εποχές, εμφύλιες περιόδους, πολεμικές ή στρατοκρατούμενες κατοχικές, ήταν υπερθέαμα. Πολλοί πρωταγωνιστές, τραγουδιστές, ζωντανή ορχήστρα, πολυμελές μπαλέτο, εκατοντάδες κοστούμια και δεκάδες σκηνικά. Μηχανές θεάτρου, αιωρούμενες σκάλες, καταπακτές, πολύ βελούδο και πολλά στρας. Πέρα όμως από την ακρίβεια της παραγωγής σήμερα η πολιτική επικαιρότητα δεν περνάει ούτε από τις εφημερίδες. Αναφέρομαι σ’ αυτό διότι από την ίδρυσή της έως το ’70 οι κύριοι συγγραφείς της, ταλαντούχες πένες με θητεία στη σάτιρα, ήταν δημοσιογράφοι, που σημαίνει πως βρίσκονταν στο κέντρο των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών γεγονότων. Σήμερα η επικαιρότητα περνάει από την τηλεόραση και μάλιστα ενισχυμένη με εικόνα, συχνά αποτρόπαιη ή αποκλειστική.

Θυμάμαι τη δεκαετία του ’60, όταν γινόταν ανασχηματισμός της κυβέρνησης, κυκλοφορούσαν έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων. Τώρα προηγείται η τηλεοπτική κάλυψη και την επομένη η εφημερίδα έχει το ρεπορτάζ και αλίμονό της αν δεν έχει το πολιτικό της σχόλιο. Το γεγονός έχει ήδη… παλιώσει! Τότε όμως, στην εποχή χωρίς τηλεόραση, μετά το έκτακτο παράρτημα το μεσημέρι και την ορκωμοσία της κυβέρνησης το απόγευμα, οι συγγραφείς – δημοσιογράφοι της επιθεώρησης είχαν σκαρώσει καινούργια νούμερα ή προσθήκες στα παλιά ή σατιρικούς χαρακτηρισμούς για τους απολυμένους ή νεότευκτους υπουργούς. Τώρα αυτά εξέλιπαν.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΗΝΗ. Σε μια στιγμή ιστορικά καίρια, στη διάρκεια της δεύτερης φάσης της δικτατορίας που επετράπη ένα ψίχαλο σάτιρας, τα νεαρά τότε παιδιά της Ελεύθερης Σκηνής, ελλείψει πολιτικών προσώπων (ποιος θα σατίριζε τον Παττακό ή τον Παπαδόπουλο, το αποπειράθηκε ο μακαρίτης Παράβας και βρέθηκε στην εξορία!), μετέθεσαν τη σάτιρα σε κοινωνικά φαινόμενα και σε προσωπικά ελαττώματα της άρχουσας και νεόπλουτης τάξης. Εξοχα.

Αλλά δυστυχώς η Μεταπολίτευση έκανε την πολιτική ζωή σχεδόν σκηνή της επιθεώρησης με οικονομικά σκάνδαλα, ερωτικές ενασχολήσεις των πολιτικών και εισβολή πλημμυρίδας ξενότροπων ηθών και τη νέα «μόδα» των υπαίθριων συναυλιών ελλήνων και ξένων σταρ της μουσικής. Το θέρος από την άλλη μεριά που παλαιά ήταν ο παράδεισος της οικογενειακής εξόδου είτε για θέατρο είτε για τα αναψυκτήρια, τα οποία ήταν μια αξιόλογη παρουσία ενός ελληνικού τύπου μιούζικ χολ, τώρα είχε ορφανέψει από θερινές θεατρικές μόνιμες σκηνές και τα αναψυκτήρια εξαφανίστηκαν. Σ’ αυτό βέβαια συνετέλεσε και ο θεσμός των τοπικών δημοτικών φεστιβάλ που δι’ όλου του θέρους φιλοξενούν τραγωδίες, κωμωδίες, μιούζικαλ, συναυλίες, χορευτικά συγκροτήματα για μία ή δύο βραδιές, αλλά σε τουλάχιστον 15 διαφορετικά προάστια.

Μόνη λοιπόν παρηγοριά για την παλιά θεατρική θερινή ατμόσφαιρα του λαϊκού μαζικού ακροατηρίου, το Δελφινάριο. Εδώ ας σταθώ για να διαμαρτυρηθώ στον τρόπο που μερικοί ανίδεοι συκοφαντούν ένα λαϊκό θέαμα υψηλών προδιαγραφών πρωτοφανές σε σπάταλα μέσα παραγωγής που δίνει εργασία σε πάνω από εκατό εργαζομένους (τεχνικοί, ηθοποιοί, χορευτές, μουσικοί). Πότε; Οταν και κρατικά επιχορηγούμενα θέατρα επιλέγουν τάχα μεταμοντέρνα αισθητική γύμνιας για να παρουσιάσουν κλασικό ρεπερτόριο.

Αλλά πέρα από την παραγωγή και την εργασιακή προσφορά, το καθαρά θεατρικό περιεχόμενο είναι υποδειγματικά στραμμένο με πιστότητα στην παράδοση της επιθεωρησιακής ιστορίας ενός αιώνα.

Και πρώτα τα κείμενα, γραμμένα από τον Μάρκο Σεφερλή και τον μόνιμο συνεργάτη του Στέλιο Παπαδόπουλο. Αν έχει κάποιο κύρος η πενηντάχρονη προσφορά μου στην κριτική, δηλώνω πως και τα νούμερα, και οι παρλάτες, και οι σατιρικοί στίχοι, και τα λυρικά δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από την ποιότητα των κειμένων του Σακελλάριου, του Γιαννακόπουλου, του Θίσβιου, του Γιαλαμά, του Πρετεντέρη, του Λάκη Μιχαηλίδη κ.τ.λ.

Χωρίς ωμή βωμολοχία και με επιτρεπτές αναφορές (κατά πάγια αριστοφανική, λασκαρατική και λαζοπουλική παράδοση) στη σεξουαλικότητα, έτσι ώστε να μην ενοχλεί θεατές που προσέρχονται οικογενειακά (παππούδες, γιαγιάδες, γονείς και παιδιά).

Η θεματική των νούμερων είναι κυρίως κοινωνική σάτιρα. Σάτιρα του γάμου, της απιστίας, της απάτης, της κοσμικής ζωής, του νεοπλουτισμού, της μόδας, του ψευτοβεντετισμού και κυρίως της μαζικής τηλεοπτικής κουλτούρας, των πρωινάδικων και των τηλεοπτικών παιχνιδιών. Με συγχωρείτε, αλλά θεματικά τι άλλο έκανε ως κριτικός παρατηρητής της ζωής της εποχής του ο Σουρής; Ας μη με υποχρεώσουν κάποιοι προχειρολόγοι να καταφύγω σε παράλληλα κείμενα Σουρή και Σεφερλή, Σακελλάριου και Σεφερλή, Πολ Νορ και Σεφερλή. Ας ανοίξει κάποτε το Θεατρικό Μουσείο και τα λέμε. Εχει σωρεία παραδειγματικών διαχρονικών κειμένων.

Και θα το πω κι αυτό. Είμαι ο πρώτος έλληνας κριτικός σ’ έναν αιώνα που έγραψα κριτική για επιθεώρηση. Μόνο ο Φώτος Πολίτης το 1929 είχε γράψει μια φορά έναν λίβελο. Σπουδαίοι κριτικοί, ο Ξενόπουλος, ο Μελάς, ο Τερζάκης, ο Αλκης Θρύλος, ο Βαρίκας, ο Παπανούτσος, τη σνομπάρισαν. Υστερα από μένα ο μακαρίτης Γιάννης Βαρβέρης συστηματικά και θαυμαστικά την αντιμετώπισε.

Ευτυχώς, τον πάγο έσπασε το Ελεύθερο Θέατρο που είχε μέλη αποφοίτους του Εθνικού και κειμενογράφους τον Μάρκαρη, τον Σκούρτη, τον Μποστ, τον Φασουλή.

Ε, λοιπόν, ο Σεφερλής ως κείμενο και θεματογραφία δεν υστερεί. Αντιθέτως. Ως θέαμα υπερέχει. Είναι χαρά των οφθαλμών τα ταλαντούχα ωραία κορίτσια και αγόρια του μπαλέτου. Χαρά στο κουράγιο τους, άλλαξαν 12 κοστούμια. Ο Σεφερλής είναι ο μοναδικός νουμερίστας. Πρωταγωνιστεί μεταμφιεσμένος σε 10 νούμερα, χορεύει, τραγουδά, έχει επιλέξει τη μουσική και σκηνοθετεί. Επί τρεις και μισή ώρες! Τη βραδιά, καθημερινή, που είδα την παράσταση το θέαμα τελείωσε στις δύο παρά τέταρτο! Και δεν έφυγε κανείς. Και κάτι ενδεικτικό. Τη βραδιά που είδα την παράσταση, στην πρώτη σειρά την παρακολούθησε με τη συντροφιά του ο κύριος Ιβάν Σαββίδης. Ο Σεφερλής έχει ένα εικοσάλεπτο νούμερο που τον υποδύεται και δεν φυλάει τη σάτιρά του. Ενδεικτικά αναφέρω πως στο νούμερο περιστοιχίζεται από δημοσιογράφους και όποιος κάνει τολμηρή ερώτηση ξαπλώνεται νεκρός από τον οπλοφορούντα μεγιστάνα. Οταν τελείωσαν οι σφαίρες του, απευθύνθηκε στον θεατή μεγιστάνα ζητώντας του μήπως του περισσεύουν σφαίρες!

Ο παρών θεατής φαινόταν να το διασκεδάζει!

Η κριτική γράφεται μετά το τέλος των παραστάσεων, μη τυχόν και θεωρηθώ λαμόγιο του καλλιτέχνη!

ΥΓ: Στην κριτική για τον μονόλογο «Ουρανία» ο δαίμων έφαγε λέξεις. Αποκαθιστώ τη σειρά: «Η μαντάμ Σουσού» και η «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, «Βασίλισσα Αμαλία» του Ρούσσου.