Προκάλεσε ενδοκυβερνητική κρίση όταν έλαβε κόκκινη κάρτα από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο για γυρίσματα στον αρχαιολογικό χώρο του Σουνίου. «Μισήθηκε» από όσους υποστήριζαν ότι δημοφιλή στους επισκέπτες μνημεία όπως ο ναός του Ποσειδώνα δεν χρήζουν προβολής μέσω τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών και χρησιμοποιήθηκε ως ενισχυτικό όπλο σε όσους επιχειρηματολογούν υπέρ της προσέλκυσης διεθνών παραγωγών και των οικονομικών οφελών που συνεπάγονται. Τελικά κατάφερε να «κερδίσει» μία ημέρα για τις σκηνές που προέβλεπε το σενάριο, βασισμένο στο δημοφιλές μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ, μπροστά στον δωρικό ναό του 5ου αι. π.Χ. Και τώρα η «Μικρή τυμπανίστρια» ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της εντός του Οκτωβρίου στο βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο BBC, ενώ απομένουν τρεις ακόμη εβδομάδες γυρισμάτων στην Τσεχία. Αφορμή ικανή για να φιλοξενήσει η βρετανική «Τέλεγκραφ» εκτενές αφιέρωμα στα γυρίσματα της σειράς που έγιναν κατά κύριο λόγο στη Βρετανία, στη χώρα μας και στην Τσεχία.

Η Ελλάδα μάλιστα είχε την τιμητική της, διότι δεν κινηματογραφήθηκαν μόνο οι σκηνές του έργου που διαδραματίζονται βάσει σεναρίου εδώ, αλλά κι εκείνες που αφορούν στρατόπεδα προσφύγων στην Παλαιστίνη, όπως και ενός παραθαλάσσιου θερέτρου στο Ισραήλ. Η Κινέτα μάλιστα – πριν γίνει παρανάλωμα του πυρός – φιλοξένησε μέσα στον Μάιο τους πρωταγωνιστές της σειράς, τον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ (τον Ερικ Νόρθμαν για όσους παρακολουθούν τη σειρά «True Blood») και τη Φλόρενς Πιου, της οποίας το άστρο έλαμψε πέρυσι ως Λέιντι Μακμπέθ. Ο συντάκτης της βρετανικής εφημερίδας Αλεξ Πρέστον τούς συνάντησε να περπατούν στην ακροθαλασσιά, σε σκηνές που το σενάριο υποτίθεται ότι εκτυλίσσεται στη Νάξο. Σκηνοθετική αδεία όμως του Νοτιοκορεάτη Παρκ Τσαν Γουκ (οι σινεφίλ τον γνωρίζουν από τις ταινίες του «Oldboy» και «Stoker»), η Κινέτα μεταμορφώνεται σε κυκλαδίτικο νησί.

Η υπόθεση του 550 σελίδων βιβλίου του Λε Καρέ εν συντομία έχει ως εξής: το κορίτσι του τίτλου είναι η Τσάρλι, μια χαρισματική Βρετανίδα που ζει στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αριστερών πεποιθήσεων, χωρίς μεγάλη αφοσίωση στην πολιτική. Η καριέρα της ως ηθοποιού δεν έχει απογειωθεί και περνά τον χρόνο της ακολουθώντας τον άξεστο φίλο της Αλ. Βρίσκονται στη Νάξο με έναν θίασο, όταν εκείνη συναντά μια πληγωμένη, αινιγματική φιγούρα στην παραλία. Της προσφέρει έναν ρόλο που θα αλλάξει τη ζωή της για πάντα.

Πρόκειται για έναν πράκτορα της Μοσάντ που τη στρατολογεί για χάρη του μακιαβελικού προϊσταμένου του, με στόχο να διεισδύσει σε έναν παλαιστινιακό τρομοκρατικό πυρήνα και να εντοπίσει τον επικεφαλής της, τον Χαλίλ. Οσο θα περνά ο καιρός, η ηρωίδα θα ανακαλύπτει πως δοκιμάζεται κάθε στιγμή, θα αντιλαμβάνεται τη σημασία τής πολιτικής στάσης της και θα ανακαλύπτει ότι διαθέτει απρόσμενη ανθεκτικότητα και θάρρος.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Για ποιο λόγο όμως στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μεγάλο μέρος των γυρισμάτων όταν η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται στη Βρετανία, την Ελλάδα, την Παλαιστίνη, το Τελ Αβίβ, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γερμανία και την Αυστρία; Πίσω από την ιδέα βρίσκεται η σχεδιάστρια παραγωγής Μαρία Ντζάρκοβιτς, η οποία είχε την ευθύνη και για τον σχεδιασμό της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος του Λε Καρέ «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι». «Διάβαζα το βιβλίο σε μια παραλία των Παξών και το λάτρεψα» λέει και αποκαλύπτει ότι δική της ιδέα ήταν να γίνουν τα γυρίσματα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία παραγωγής – η οποία ανήκει στους γιους του Λε Καρέ, Σάιμον και Στίβεν Κόρνουελ, όπως είναι και το πραγματικό επίθετο του συγγραφέα – είχε σκοπό να κινηματογραφήσει ό,τι είχε σχέση με τη Μέση Ανατολή στο Μαρόκο, καθώς είχε θετική προηγούμενη εμπειρία από τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς «Νυχτερινή βάρδια». «Είμαι πραγματικά χαρούμενη που τελικά λειτούργησε όλο αυτό» συνεχίζει και επισημαίνει πως η ιδέα για τα γυρίσματα στην Τσεχία ήταν πρόταση ενός υπευθύνου ρεπεράζ από τη Γερμανία.

Η εμπειρία στην Ελλάδα, ωστόσο, φαίνεται πως είναι και για τον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ η σημαντικότερη στιγμή του όλου εγχειρήματος, καθώς, όπως λέει στην «Τέλεγκραφ», κορυφαία στιγμή ήταν η νύχτα γυρισμάτων στην Ακρόπολη, όταν ο χώρος άνοιξε αποκλειστικά για το συνεργείο, και η αίσθηση ότι κατά κάποιον τρόπο είχαν πλησιάσει τον κόσμο του Σωκράτη και του Πλάτωνα.