Το 2013, που η πολιτική βία της Ακρας Αριστεράς είχε εξαπλωθεί παντού, ο καθηγητής Γιώργος Β. Δερτιλής έγραφε με απόγνωση στο βιβλίο του Συνειρμοί, μαρτυρίες, μυθιστορίες «ποιο μίσος θα σας ξεσκίσει στον εμφύλιο πόλεμο που ετοιμάζετε πάλι, πανηγυρίζοντας;» και προειδοποιούσε ότι «ο εφιάλτης των ημερών, τέρας με κεφάλι Σφίγγας και κορμί φιδιού, επανέρχεται εδώ και δυο – τρεις νύχτες, σφυρίζοντας το ίδιο πάντα ερώτημα».
Είχαν προηγηθεί πολλοί άλλοι διανοούμενοι όπως ο Σταύρος Τσακυράκης που έγραφε με απόγνωση ότι «η βία είναι ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια της κοινωνικής οργάνωσης» και ο Γιάννης Βούλγαρης που μιλούσε για τη «μαζική αποδοχή της πολιτικής βίας» και επισήμαινε «τη νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης από τους επιγόνους της ιστορικής Αριστεράς, ανεπιφύλακτα από τον ΣΥΡΙΖΑ, επιφυλακτικότερα και εξαναγκασμένα από το ΚΚΕ». Ο Δημήτρης Ψυχογιός και ο γράφων είχαν κυκλοφορήσει βιβλία προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί η πολιτική βία είχε εξαπλωθεί στην ελληνική κοινωνία, που σε μεγάλο βαθμό την υποστήριζε.
Ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα δυσκολευτεί να τεκμηριώσει τη θέση ότι στην Ελλάδα της κρίσης ο ΣΥΡΙΖΑ υπέθαλψε, ενθάρρυνε και εξέθρεψε την πολιτική βία εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία. Η πολιτική βία ήταν το βασικό εργαλείο του. Οι «αγανακτισμένοι», το όχημά του. Το μίσος, η ιδεολογία του. Το είχε πει με ακρίβεια ο Αλέξης Τσίπρας, ήδη από το 2011, δηλώνοντας ότι «καταδικάζουμε τη βία, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτηση όλων εκείνων που αντιδρούν βίαια απέναντι στη βία του Μνημονίου». Ηταν οι καιροί που είχε λανσαριστεί η θεωρία ότι υπάρχει καλή και κακή βία και ότι η βία της Αριστεράς έχει άλλη πολιτική προέλευση και στόχευση, συνεπώς άλλο αξιακό περιεχόμενο. Οσοι υποστηρίζαμε ότι καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου και να προέρχεται, λοιδορούμασταν γιατί αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε το βάθος της σκέψης του Γιώργου Κατρούγκαλου ότι η βία είναι καλή όταν έχει κοινωνική αποδοχή. Ηταν οι καιροί που ο Πάνος Καμμένος προειδοποιούσε ότι «έρχεται πόλεμος στα χαρακώματα» και ο Στάθης Παναγούλης απειλούσε πως όσοι έχουν υπογράψει το Μνημόνιο «θα παρακαλάνε να περάσουν από ειδικό δικαστήριο, παρά να έχουν το τέλος του πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Λιβύη».
Και ξαφνικά, έπειτα από τρία χρόνια κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η εκδίκηση της Ιστορίας. Οι θύτες γίνονται θύματα. Ο ασκός του Αιόλου που άνοιξαν στράφηκε εναντίον τους. Στελέχη τους προπηλακίζονται και ξυλοκοπούνται από νεοαγανακτισμένους, που τους εγκαλούν είτε για τα μέτρα που υπέγραψαν είτε για το Μακεδονικό. Μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλώνεται μια μαγική εικόνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και Η Αυγή, με πρωτοφανή κυβίστηση, καταγγέλλουν τη βία. Το ίδιο και οι ΑΝΕΛ. Η κρατική τηλεόραση οργανώνει εκπομπές κατά της βίας. Προσοχή όμως: όχι κατά της βίας απ’ όπου και να προέρχεται, αλλά κατά της «φασιστικής βίας». Ακόμα και θύματα ακροαριστερής βίας μιλάνε μόνο για την ακροδεξιά βία. Και αυτονόητα, σύμφωνα με αυτή τη ρητορική, ο ηθικός αυτουργός της ακροδεξιάς βίας είναι ο Μητσοτάκης και το κόμμα του, η Νέα Δημοκρατία. Οι ενέργειες του Ρουβίκωνα και της Ακρας Αριστεράς δεν είναι βία, είναι «ακτιβισμός».
Πρόκειται για πλήρη διαστροφή της πραγματικότητας. Ανενδοίαστα. Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής για το μίσος που διέσπειραν. Επιζητώντας τη λήθη για τις αθλιότητες που διέπραξαν.
Ομως η δική μας μνήμη αντέχει. Δεν ξεχνάμε και θα συνεχίσουμε να καταγγέλλουμε τη βία απ’ όπου και να προέρχεται. Γιατί αυτό είναι η έμπρακτη υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην οποία πιστεύουμε.