Με το δημοψήφισμα στα Σκόπια και την επικείμενη αναθεώρηση για την προσαρμογή του εθνικού Συντάγματος στη διεθνή συμφωνία ολοκληρώνονται οι διαδικαστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η πλευρά των γειτόνων και πλέον απομένει μόνο η κύρωση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται συνθήκες ενεργοποίησης της δήλωσης του αρχηγού του ήσσονος κυβερνητικού εταίρου ότι πριν από την κύρωσή της το κόμμα του θα αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Με αυτά τα δεδομένα, και εφόσον δεν υπάρξει θεαματική στροφή στην πολιτική αυτή θέση, δρομολογούνται σημαντικές εξελίξεις που αφορούν τη συνταγματική θέση της κυβέρνησης και την εμπιστοσύνη που η Βουλή οφείλει να της αποδίδει στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής αρχής.
Παρατήρηση πρώτη: Η κυβέρνηση δεν πέφτει από δήλωση προθέσεων κυβερνητικών εταίρων ούτε από τυχόν παραιτήσεις υπουργών που προέρχονται από μικρότερο βραχίονά της. Η κυβέρνηση πέφτει μόνο εάν παραιτηθεί ή εάν καταψηφιστεί από τη Βουλή. Και στην περίπτωση αυτή δεν διαλύεται η Βουλή για να οδηγηθούμε σε εκλογές αλλά εκκινεί, υπό τον παρόντα συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων, εξαρχής η διαδικασία των διερευνητικών εντολών για να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού νέας κυβέρνησης. Μόνο εάν η διαδικασία αυτή, όπως και η διαδικασία της σύσκεψης υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αποβεί άκαρπη, οδηγούμαστε σε εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση και διαλύεται η Bουλή.
Παρατήρηση δεύτερη: Το Σύνταγμα προβλέπει ως τελευταίο καταφύγιο έναντι της ακυβερνησίας την ύπαρξη κυβέρνησης μειοψηφίας, η οποία δεν θα στηρίζεται σε 151 βουλευτές. Κατά τούτο, μπορεί να γίνει δεκτή πρόταση εμπιστοσύνης που θα υποβάλει στη Βουλή η ίδια η κυβέρνηση αρκεί να εξασφαλίσει τουλάχιστον 120 βουλευτές, χωρίς εντούτοις να είναι μεγαλύτερος ο αριθμός των βουλευτών που θα καταψηφίσει την κυβέρνηση. Η συνθήκη αυτή συντελείται πολιτικά εάν ένα ή περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν υπερψηφίσουν την πρόταση εμπιστοσύνης αλλά απέχουν από την ψηφοφορία – ουσιαστικά μια «ψήφος ανοχής». Αυτό πιθανόν είχε στο μυαλό του ο Πρωθυπουργός όταν δήλωνε στη «Wall Street Journal» «νομίζω πως η κυβέρνησή μου θα επιβιώσει αλλά δεν ξέρω εάν θα επιβιώσει ο συνασπισμός, αυτό είναι κάτι που θα αποφασίσει ο εταίρος μου». Εντούτοις, είναι αμφίβολο εάν θα υπάρξουν οι πολιτικές συνθήκες έστω και για αυτή την κυβερνητική διέξοδο: ακόμη και αν απόσχουν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, απομένουν 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και 148 βουλευτές των υπολοίπων κομμάτων, εφόσον δεν υπάρξει νέος κυβερνητικός εταίρος.
Παρατήρηση τρίτη: Εάν υπάρξει κυβέρνηση ανοχής και όχι απόλυτης πλειοψηφίας θα συνιστά πρωτοφανές πολιτικό γεγονός για τη μεταπολιτευτική ιστορία, εντελώς ξένο προς τη δική μας πολιτική κουλτούρα. Σε περίοδο εξαιρετικά κρίσιμων αποφάσεων για την οικονομία της χώρας και τη διεθνή της θέση, η Ελλάδα θα πορεύεται με κυβέρνηση ευάλωτη και υπό αίρεση, η οποία όμως θα μπορεί, αν και μειοψηφία, να δεσμεύει τη χώρα για το μέλλον. Αποδεικνύεται, δυστυχώς εκ των υστέρων, ότι η άσκηση από την παρούσα κυβέρνηση της συνταγματικής της αρμοδιότητας για τη σύναψη συμφωνίας με τη FYROM, σε περιβάλλον δεδηλωμένης κυβερνητικής διάστασης και χωρίς να έχει δοθεί από τη Βουλή σχετική προηγούμενη εξουσιοδότηση, ήταν πολιτικό ολίσθημα που δημιουργεί σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα και καλλιεργεί συνθήκες διεθνούς απομονωτισμού της χώρας εάν, για οποιονδήποτε λόγο, η συμφωνία δεν κυρωθεί από την ελληνική Βουλή.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών