Φαινομενικά, η αρχιτεκτονική είναι απλή: κάποιος θέτει το ερώτημα και όλοι οι άλλοι δίνουν την απάντηση. Αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι απλό σε ένα δημοψήφισμα. Δεν είναι απλό ακόμη κι αν είναι εντελώς απλό το ερώτημα επειδή ακόμη και το πιο απλό ερώτημα υπόκειται στην ερμηνεία του καθενός. Ούτως ή άλλως όπως μπορεί να μην έχει καμία σημασία το ερώτημα: οι ψηφοφόροι δεν απαντούν πάντα στο ερώτημα που τους έχει τεθεί, συνήθως απαντούν σε εκείνο που θέλουν να απαντήσουν, να αποδοκιμάσουν ή να επιδοκιμάσουν εκείνον που ρωτάει. Αυτό, πάλι, δεν μειώνει την αξία του ερωτήματος. Κάτι που σημαίνει ότι σημασία δεν έχει τι ρωτάει κανείς αλλά πώς το ρωτάει.

Το ερώτημα στο δημοψήφισμα για την ονομασία της ΠΓΔΜ ήταν «Είστε υπέρ της ένταξης της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αποδεχόμενοι τη συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας;». Από τη διατύπωση γίνεται σαφές πώς ρώτησε ο Ζόραν Ζάεφ. Ρώτησε για να καταλάβουν όσο το δυνατόν λιγότεροι ψηφοφόροι ότι η χώρα τους πρόκειται να αλλάξει ονομασία. Ρώτησε για να εκμαιεύσει μια θετική απάντηση – ποιος δεν θα ήθελε να γίνει πολίτης της ΕΕ και να μπει κάτω από την ομπρέλα της Συμμαχίας; Ρώτησε για να δώσει προοπτική – την προοπτική ότι μια ζοφερή βαλκανική διένεξη μπορεί να δώσει τη θέση της σε μια υπέροχη δυτική φιλία. Και ρώτησε, τέλος, με έναν τρόπο που περιορίζει τις πιθανότητες να πάρει απαντήσεις για τον ίδιο: ο Ζάεφ έβγαλε όσο μπορούσε τον εαυτό του και την κυβέρνησή του από το κάδρο του δημοψηφίσματος.

Ο Ζάεφ έθεσε σωστά το ερώτημα. Αλλά τα ερωτήματα για την ουσία των δημοψηφισμάτων θα παραμείνουν. Γιατί για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αυτό μπορεί να είναι το δημοψήφισμα που απάλλαξε την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από τους βαλκανικούς της εφιάλτες. Για τους πολιτικούς επιστήμονες του μέλλοντος, πάλι, αυτό μπορεί να είναι το εμβληματικό δημοψήφισμα που έκανε μια χώρα να αλλάξει ονομασία με τις λέξεις  «αλλαγή» και «ονομασία» να μην υπάρχουν καν στο ερώτημα.