Η ιστορία θα μπορούσε να αποτελεί βάση σεναρίου μιας ιταλικής κωμωδίας από αυτές που γύριζε ο μεγάλος Μάριο Μονιτσέλι. Οι Βρυξέλλες ζητούσαν από την Ιταλία ένα προϋπολογισμό με πρωτογενές πλεόνασμα. Ο ιταλικός κυβερνητικός συνασπισμός των Πέντε Αστέρων και της Λεγκας είχε άλλη γνώμη: ο ιταλός πρωθυπουργός Τζιουζέπε Κόντι παρουσίασε έναν – κατά τη γνώμη του – αναπτυξιακό προϋπολογισμό με έλλειμα της τάξης του 2,5%, δηλώνοντας πως την ιταλική κυβέρνηση δεν την τρομάζουν οι αγορές. Η απόδοση του ιταλικού διετούς ομολόγου σημείωσε την Παρασκευή ημερήσια αύξηση 40%: από το 0,78% στο 1,12%. Η απόδοση του ιταλικού δεκαετούς ομολόγου αυξήθηκε κατά 9,49% σε σχέση με την προηγούμενη συνεδρίαση. Παράλληλα πήραν την ανηφόρα και τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων: η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,14% και στην Αθήνα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης το έπιασε πυρετός. Αλλά γιατί; Μήπως δεν βγήκαμε από την κρίση μετά το τέλος των Μνημονίων που πανηγυρίσαμε; Και αν η οδύσσεια συνεχίζεται, τότε τι διάβολο κάναμε στην Ιθάκη; Διακήρυξη του τέλους της περιπέτειας ή τελικά πενταήμερη καλοκαιρινή εκδρομή; Η απάντηση νομίζω είναι απλή: ο Πρωθυπουργός μας χρησιμοποίησε την Ιθάκη καλοκαιριάτικα ως παλκοσένικο για το δικό του «αφήγημα».
Νομίζω τη λέξη «αφήγημα» την έβαλε στην πολιτική ορολογία της χώρας πριν από μερικά χρόνια ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Εύστροφος και πάντα ικανός στην επιλογή των κατάλληλων λέξεων, ο Βενιζέλος χρησιμοποίησε τον όρο «αφήγημα» για να κάνει την περιγραφή μιας μελλοντικής κατάστασης, χωρίς να κατηγορηθεί ότι διηγείται παραμύθια: το κόλπο έπιασε και το «αφήγημα» έγινε εργαλείο δουλειάς σχεδόν για κάθε πολιτικό – ο Πρωθυπουργός μας το λατρεύει. Τι έκανε στην Ιθάκη; Πήρε ένα πραγματικό γεγονός, δηλαδή το τέλος της δανειακής σύμβασης που ονομάστηκε «Μνημόνιο», και πάνω σε αυτό έχτισε την περιγραφή μιας επόμενης μέρας: η Ελλάδα σε αυτή την επόμενη μέρα θα αποκτούσε το δικαίωμα να αποφασίζει για την οικονομική πολιτική της, θα ήταν ξανά κυρίαρχη, θα επιβραβευόταν από τις αγορές με εμπιστοσύνη γιατί ολοκλήρωσε το πρόγραμμα κ.τ.λ. Δεν μπορείς να πεις ότι διηγήθηκε παραμύθια, διότι η σύμβαση τελείωσε, αλλά καταλαβαίνεις ότι φρόντισε να διηγηθεί τη συνέχεια της ιστορίας από τη δική του πλευρά, σαν αφηγητής πάνσοφος. Μόνο που οι καταραμένες αγορές δεν καταλαβαίνουν από αφηγήματα – δεν τα ακούν καν. Οι επενδυτές δεν περιμένουν να ακούσουν ιστορίες για να τοποθετήσουν τα ωραία τους χρήματα: βλέπουν μόνο αριθμούς. Κι όταν δεν πείθονται ότι θα βγάλουν κέρδη, δελεάζονται μόνο από μεγαλύτερα επιτόκια. Κι έτσι το «αφήγημα» του Αυγούστου, τον Σεπτέμβριο πάει στράφι.
Τι θα πρεπε να μας ενδιαφέρει ως χώρα; Μόνο η ιστορία του πώς φτάσαμε στην πτώχευση. Δεν είναι μια ιστορία βασισμένη σε αφηγήματα, αλλά σε σκληρούς αριθμούς και συγκεκριμένες αντιλήψεις: τους αριθμούς τους διορθώσαμε κάπως (έστω με το ζόρι), οι αντιλήψεις, όμως, δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Ψάχνουμε απλά το «αφήγημα» – αφήγημα ήταν «η απολύτως θωρακισμένη οικονομία» το 2009, αφήγημα είναι και «το τέλος της κρίσης» το 2018. Στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομία παραμένει και σήμερα όσο ευάλωτη ήταν τότε: αρκεί μια τρέλα των Ιταλών για να προκύπτει δυσπιστία και για τα δικά μας ομόλογα.
Εν τέλει το «αφήγημα» είναι ένα παραμύθι χωρίς δράκο. Το κακό δεν είναι ότι είναι παραμύθι, αλλά ότι δράκος υπάρχει: με την κρίση δεν ξεμπλέξαμε ακόμα…