Να μια λέξη που, πιθανότατα, δεν γνωρίζουν οι νεότεροι. Κουβαρίστρα. Ξέπεσε στην αχρηστία μαζί με άλλες που σηματοδοτούν τα ήθη και τις ανάγκες μιας εποχής. Μαζί και τα επαγγέλματα που τα κατάπιε ο χρόνος. Καινούργια γεννήθηκαν στη θέση τους. Και ήθη και επαγγέλματα. Αν ας πούμε στη δεκαετία του 1960 κάποιος έλεγε σε μια κυρία ότι είναι personal trainer ή pilates advisor, νομίζω ότι θα τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, θα σταυροκοπιόταν και θα απομακρυνόταν φτύνοντας τον κόρφο της. Ισως και να κουβέντιαζε με τη μοδίστρα της για τα ακατανόμαστα. Διότι τότε pilates advisors δεν υπήρχαν, υπήρχαν όμως μοδίστρες. Και κουβαρίστρες.
Οι μοδίστρες άρχισαν να εξαφανίζονται από τη δεκαετία του 1970. Από τότε που μπήκε στη ζωή μας το prêt a porter. Και παρότι ο όρος αφορά τα έτοιμα ρούχα των διεθνών οίκων υψηλής ραπτικής, στα καθ’ ημάς χρησιμοποιήθηκε γενικώς για το έτοιμο αναβαθμίζοντάς το από την κατηγορία του «ετοιματζίδικου». Διότι, τότε, το ρούχο της μοδίστρας ήταν το καλό και το «ετοιματζίδικο» το παρακατιανό. Σιγά σιγά όμως τα πράγματα ήρθαν τούμπα. Η πόλη και η χώρα γέμισαν από μπουτίκ, ενώ χρόνο με τον χρόνο διεθνείς φίρμες ρούχων και μεγάλοι οίκοι εγκαταστάθηκαν στην ελληνική αγορά. Και έκαναν χρυσές δουλειές. Μέχρι που ήρθε η κρίση. Και κάναμε την ανάγκη, νοσταλγία. Και αρχίσαμε να ξαναμιλάμε για μοδίστρες.
Μοδίστρα ήταν η γιαγιά της Μαρίας Διαμάντη. Τότε που οι μοδίστρες λέγονταν «μοδίστες». Ετσι έγραφε η ταμπέλα έξω από το ατελιέ που άνοιξε το 1930 στην οδό Μαραθώνος στον Κεραμεικό. Και που γρήγορα εξέλιξε και σε σχολή ραπτικής. Εκείνη την εποχή, η μοδιστρική ήταν μία τέχνη που μπορούσε να σου εξασφαλίσει, πλην του επιούσιου, και την προσέγγιση της υψηλής κοινωνίας, αφού σε αυτήν ανήκαν οι καλύτερες πελάτισσες. Διότι, εκτός από τα «μοδιστράκια», υπήρχαν και οι μεγαλομοδίστρες. Αφήστε δε τις «copistes». Ηταν αυτές που πήγαιναν στο Παρίσι και αγόραζαν (θα έγραφα τη λέξη «αγόραζαν» με κεφαλαία) τα πατρόν των μεγάλων οίκων. Τιμώντας την τέχνη της κατασκευής του ρούχου, δεν διεκδικούσαν δάφνες δημιουργού μόδας.
Στο ατελιέ της γιαγιάς της μεγάλωσε και η Μαρία που από δύο ετών, παίζοντας με ένα κομμάτι ύφασμα, παρακολουθούσε τις πρόβες. Η ενασχόληση με το ρούχο ήταν γι’ αυτή μονόδρομος. Που πέρασε από σπουδές σχεδίου μόδας και ενδυματολογία θεάτρου και διδασκαλία σε σχετικές σχολές, για να καταλήξει σε ένα ατελιέ όπως αυτό της γιαγιάς της. Στον ίδιο δρόμοι μάλιστα. Εκεί αναβίωσε και τα μαθήματα μόδας – που πλέον παραδίδει και διαδικτυακά – εκτός βέβαια από το να σχεδιάζει και να πουλά ρούχα χειροποίητα, αποκλειστικά για το άτομο για το οποίο προορίζονται. Μαζί με την ομάδα της έχουν κάνει δύο εκθέσεις και τώρα ετοιμάζουν την τρίτη εγκαινιάζοντας την εποχή της «μεταμοδίστρας» – δικός μου ο όρος.
Και πάλι Αλσος
Μέχρι πριν από λίγο καιρό περνούσα και μελαγχολούσα έτσι όπως το έβλεπα να καταρρέει ερημωμένο. Για το Αλσος μιλάω, του Γιώργου Οικονομίδη. Μετά απέφευγα ακόμη και να περάσω. Οι ζωντανοί-νεκροί έξω και γύρω από το Πεδίον του Αρεως έκαναν τη μελαγχολία θλίψη και οργή για την παρακμή και την εξαθλίωση. Τώρα όμως τα νέα είναι καλά. Ο Ηλίας Μαροσούλης, που από θεατρικός επιχειρηματίας (εκεί κοντά ήταν οι πρώτες του θεατρικές δουλειές) επεκτάθηκε με μεγάλη επιτυχία στα νυχτερινά μαγαζιά, νοίκιασε το Αλσος για 25 χρόνια. Και ο Μανώλης Παντελιδάκης ανέλαβε να το αναμορφώσει σε έναν σύγχρονο χώρο για περίπου 250 άτομα.
Τα ακόμη καλύτερα νέα όμως είναι ότι την καλλιτεχνική διεύθυνση ανέλαβε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Να πω, κατ’ αρχάς, πόσο του πάει ο χώρος. Και κουίζ να μου έβαζαν για το ποιος θα ταίριαζε στη νέα εποχή του Αλσους, τον Σαββόπουλο θα έλεγα. Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης στον συγκεκριμένο χώρο έχει αυτή τη δύναμη από το παρελθόν που δεν κατακάθεται ως στείρα νοσταλγία, αλλά πυροδοτεί νέα ήθη στη νυχτερινή διασκέδαση. Τα Σαββατοκύριακα λοιπόν θα εμφανίζεται ο ίδιος ο Σαββόπουλος. Τις Παρασκευές η Λίνα Νικολακοπούλου θα στήνει ένα λαϊκό πάλκο με τις ισορροπίες που ξέρει πολύ καλά να κρατά. Και επειδή στόχος είναι να δουλεύει όλη την εβδομάδα, για τις άλλες μέρες προγραμματίζονται διάφορα, από αφιερώματα σε νέους καλλιτέχνες έως ακόμη και θεατρικές παραστάσεις.
Το καλό, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι απλά ότι επιστρέφει ο Σαββόπουλος σε ένα δικό του, καινούργιο στέκι, αλλά ότι πρόκειται για μια σοβαρή προσπάθεια εξωραϊσμού μιας περιοχής που πλέον, όταν περνάμε, αποστρέφουμε το βλέμμα.
Μην πετάξεις τίποτα
Οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχουμε ένα παλιό, φθαρμένο ρούχο που δεν φοράμε και ούτε πρόκειται να φορέσουμε, παρ’ όλα αυτά όμως δεν θέλουμε να το αποχωριστούμε. Διότι τα ρούχα είναι σαν τις φωτογραφίες που διασώζουν μνήμες και συναισθήματα. Για να διατηρήσουμε λοιπόν ακριβώς αυτά, μπορούμε να κάνουμε στο παλιό μας ρούχο… αλλαγή χρήσης. Ή, μάλλον, να το κάνουν για εμάς οι Υφάντρες του Μινόρε. Ακόμη και η ονομασία που διάλεξε αυτή η παρέα των κοριτσιών κεφαλαιοποιεί την έννοια της οικιακής οικονομίας, εκείνο το «μην πετάξεις τίποτα» που ακολουθούσαν οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας, με σύγχρονα στάνταρ αισθητικής. Στις yfantres.gr τα παλιά μας ρούχα θα γίνουν μαξιλάρια και μαξιλαράκια για τον καναπέ ή ακόμη πιο μικρά για να καρφιτσώνουμε επάνω τα κοσμήματά μας, πάτσγουορκ καλύμματα για τα έπιπλα, αμπαζούρ, θήκες για το οτιδήποτε. Οικιακή ανακύκλωση, από τα καλά rewind της κρίσης.
Χρήστος Μάστορας, τραγουδιστής
Τι μου αρέσει στην Αθήνα
Από μικρός μου άρεσε να κάνω βόλτες και να περιπλανιέμαι στο κέντρο της πόλης. Μεγάλωσα στο Κουκάκι και ακόμα και σήμερα μου αρέσει να περπατάω ή να κάνω ποδήλατο – όχι πως φημιζόμαστε για τους ποδηλατόδρομούς μας – στο κέντρο της Αθήνας, να χαζεύω την Ακρόπολη και να χάνομαι στις σκέψεις μου.
Μου αρέσει η ενέργεια της πόλης τις καθημερινές μετά τις 2 τη νύχτα, που μπορώ να περιπλανηθώ σαν να μου ανήκει για λίγο εκείνες τις ώρες. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι η αγένεια, τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια, κάποιες μουντζούρες που νομίζουν μερικοί ότι είναι γκραφίτι, τα νεύρα των οδηγών και οι κόρνες. Δεν είναι πολλά τα άσχημα αν το καλοσκεφτείς.
Για κάποιες ώρες την ημέρα η Αθήνα είναι η καλύτερη πόλη στον κόσμο.