Ενας καφές στο Flux-Office δεν είναι ποτέ μια τυπική υποδοχή. Η Εύα Μανιδάκη ως ειδική στην ενεργοποίηση των αισθήσεων είχε την ιδέα να προσφέρει γαλλικό καφέ και εσπρέσο με συνοδεία από αφράτες μαντλέν και ραφινάτα βουτήματα Ιαπωνίας, τα οποία ένας φίλος της μόλις είχε φέρει από το Τόκιο. Και όπως ο Προυστ έγραψε ένα αξεπέραστο δοκίμιο για τη μνήμη με αφορμή το αγαπημένο του γλυκό σε σχέση με τη μητέρα του, ανάλογα και η μαντλέν που βούτηξε στην κούπα της η σκηνογράφος των συγκινητικών παραστάσεων ανέσυρε μνήμες και βιώματα.
«Πράγματι η Ιαπωνία διαπερνά τη δουλειά μου. Είναι άλλοτε υπαινικτικός ή πιο δυνατός ο τρόπος που μπαίνει στη σκηνογραφία μου. Το καλοκαίρι το πέρασα διαβάζοντας τις λεπτές αφηγήσεις της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Ομως δεν μπορώ να πω πώς θα βγει στη συνέχεια. Ξεκίνησε το 2015 με τη “Νέκυια” και με το Εθνικό Θέατρο της Ιαπωνίας. Ηταν σαν να έδινα εξετάσεις στους Ιάπωνες. Το έργο παρουσιάστηκε πρώτα στην Ιαπωνία, μετά στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού και από τότε έχει μπει στο ρεπερτόριο του ιαπωνικού θεάτρου, καθώς και εκείνοι κατάλαβαν ότι υπάρχει συγγένεια του Νο με την αρχαία τραγωδία.
Μετά στην αρχιτεκτονική, βλέπεις στο περίπτερο του Πικιώνη στον Λουμπαρδιάρη πόσο ζεν είναι όλο αυτό το τοπίο. Δεν είναι τυχαίο που ο Αρης Κωνσταντινίδης τον αποκαλούσε αστειευόμενος Πι-Τσο-Νι. Κι ύστερα, στην ανώνυμη αρχιτεκτονική στα νησιά το βλέπεις σε μια μικρή πλατεία, όπου υπάρχει ένα δέντρο και γύρω του μια χτισμένη πεζούλα και μια πηγή. Είναι μια λεπτή χειρονομία στο τοπίο πολύ συγγενική με την ιαπωνική σκέψη. Θέλω να πω ότι βγαίνει από πολύ βαθιά και στους δύο λαούς κάτι κοινό, που μου αρέσει να το λέω ότι δείχνει συγγένειες.
Εμείς είμαστε πιο εκκωφαντικοί, οι Ιάπωνες πιο εσωτερικοί. Με γοητεύει ότι δεν τους καταλαβαίνω και ότι υπάρχει η συνεχής προσπάθεια από την πλευρά μου να καταλάβω τον όποιον άλλο. Περνάνε αυτά τα στοιχεία γοητείας στη δουλειά, αλλά με ασυνείδητο τρόπο. Οπως στην πρόσφατη δουλειά μου με τις “Ευμενίδες” στο αρχαίο στάδιο της Επιδαύρου. Σε αυτά τα τοπία, τα μέρη ζητάνε ταπεινότητα και αυτό προϋποθέτει να τα δεις με το εξασκημένο μάτι της αρχιτεκτονικής. Ηθελα να δουλέψω με τα υλικά από το ίδιο το μέρος. Εγινε μια ήπια επέμβαση στο τοπίο, σαν land art.
Είμαι στο στάδιο λοιπόν και βλέπω τι έχουμε: το χώμα, τις αρχαίες πέτρες, την ανατολή και την επίδραση από το φως της πάνω στο τοπίο. Μέσα από τις συνεχείς επισκέψεις, πριν από το ξημέρωμα και όσο διαρκούσε το χάραμα, άρχισε το τοπίο να μου λέει διάφορα πράγματα. Και το πρώτο που μου είπε ήταν να κάνω χαράξεις, αφού ήταν στάδιο και ήδη υπήρχαν οι διάδρομοι όπου οι αθλητές έπαιρναν θέσεις για τους αγώνες τους. Μου ήρθε λοιπόν η ιδέα να τις κάνω με πούδρα από άμμο. Πήγα σε λατομείο, έξω από το Αργος, ζήτησα να σπάσουν πέτρες για να φτιάξω πούδρα από διαφορετικά χρώματα, ώστε να βρω την κατάλληλη απόχρωση, την οποία θα αντιλαμβάνεται ο θεατής, αλλά να είναι “τόσο όσο” που μόλις να φαίνεται στο φως της ανατολής.
Το δεύτερο που έκανα ήταν το εξής: υπήρχε η μνήμη της αρχαίας ορχήστρας στον χώρο. Βρήκα μια πέτρα καμπυλόσχημη και, μετρώντας την, η ακτίνα της μου έδωσε την ιδέα ότι προερχόταν από αρχαίο έδρανο. Και έτσι έφτιαξα, πάλι σε συνεργασία με το συγκεκριμένο λατομείο, μια στρογγυλή ορχήστρα. Οι πέτρες είχαν συγκεκριμένη ογκομετρία και στη συνέχεια, αφού έφτιαξα την ορχήστρα, άρχισα να τη χαλάω, αφαιρώντας πέτρες, για να μείνει το ίχνος τους. Με καθοδηγούσε σε αυτή την αφαίρεση το φως καθώς ανέτελλε… Ε, αυτό είναι πολύ ιαπωνικό. Πιθανόν οι θεατές της παράστασης να μην το αντιλήφθηκαν αυτό το “τόσο όσο”.
Το τρίτο στοιχείο αφορούσε μια εκσκαφή σε εξέλιξη πάνω στον λόφο. Ηταν σαν μια πληγή στο τοπίο. Σκέφτηκα να τη χρησιμοποιήσω παίρνοντας ένα μεγάλο κομμάτι νάιλον, καθώς ως υλικό ανήκει στο λεξιλόγιο των ανασκαφών, το οποίο σκέπασα με πέτρες για να μην το παίρνει ο αέρας. Καθώς η Στεφανία Γουλιώτη φεύγει από την ορχήστρα, το σηκώνει, το φοράει και έμοιαζε να ενδύεται το τοπίο. Ο Μανώλης Κορρές (είναι το γούρι μου στην Επίδαυρο) είχε σχεδιάσει μια γερανογέφυρα για μια ανασκαφή στη Νάξο και την είχε φέρει στο στάδιο. Τη μετέφερα και την έκανα πύλη».
«ΣΑΝ ΝΑ ΕΣΚΑΒΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ». Μικρή παύση. Περισσότερες εξηγήσεις δείχνουν οι φωτογραφίες από το κινητό της, με την ίδια σκυμμένη πάνω σε ένα αυλάκι να δοκιμάζει τα χρώματα με την αμμώδη πούδρα και με ένα σκουπάκι να την τοποθετεί σε αυλάκια. Η ζεν στάση της έμοιαζε με εκείνη των μοναχών που κάνουν διαλογισμό στους κήπους τους και φτιάχνουν κυματοειδή σχήματα και κύκλους με τσουγκράνα πάνω στα χαλίκια. «Δεν καταλάβαινα κούραση. Απίστευτο πόση ώρα καθόμουν εκεί σε αυτήν τη στάση. Είχα όμως τέτοια ποιότητα συγκέντρωσης που κατάλαβα πράγματα για εμένα. Σαν να έσκαβα μέσα μου. Η διαδικασία επανάληψης είναι σαν το σώμα να μπαίνει σε ρυθμό και να γίνεται μέσα του ξέπλυμα. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι, αποκτάς επαφή με το υλικό και το σώμα με τον χώρο. Αυτό νομίζω ότι είναι πολύ ιαπωνικό».
Τα χώματα είναι μια παλιά ιστορία για την Εύα Μανιδάκη και τα εντάσσει πολύ συχνά στα σκηνικά της. Πέρα από τον τύμβο που δημιούργησε για την «Αλκηστη» στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, η αρχιτέκτονας – σκηνογράφος είχε δημιουργήσει για τον «Ιδομενέα» στον κλειστό χώρο της Πειραιώς 260 ένα σκηνικό με τόνους χώμα. «Κάναμε εισαγωγή την άμμο από το Βέλγιο και την τοποθετήσαμε με τριαξονικά. Επειδή ήταν κλειστός χώρος είχε υποστεί ειδική επεξεργασία με φυγόκεντρο για να καθαρίσει η άμμος από τη σκόνη. Και με έναν ειδικό ξύλινο κύλινδρο την πάτησα για να σχηματιστεί ένα χαλί που πάνω του πατούσε ο Ιδομενέας. Βλέπετε, κάθε χειρονομία δείχνει απλή στην εκτέλεσή της, αλλά έχει πολλή σκέψη και δουλειά. Ωστόσο, υπάρχει λόγος που χρησιμοποιώ τα χώματα στη δουλειά μου. Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, είναι σαν να κάνω ένα μνημόσυνο στον μπαμπά μου. Εκείνος έφτιαχνε φράγματα και δρόμους. Με έπαιρνε λοιπόν μαζί του με το αυτοκίνητο από πολύ μικρή, πριν ακόμη πάω σχολείο, για να ξεκουράζεται η μητέρα μου, επειδή εγώ ποτέ δεν κοιμόμουν. Πηγαίναμε μαζί με τον πατέρα μου στα εργοτάξια. Και εκεί ήταν η παιδική μου χαρά. Εκανα τσουλήθρα στα χώματα, έσκαβα ή έβγαζα τις πέτρες από τα λατομεία, στους ειδικούς διαδρόμους που διαχωρίζουν τις πέτρες από τα χαλίκια… Ηταν το παιχνίδι μου για πολύ καιρό. Γύριζα σπίτι γεμάτη χαρά και χώματα και ποτέ κουρασμένη. Και έτσι κάθε φορά που δουλεύω για ένα σκηνικό είναι σαν να του κλείνω το μάτι. Το συνειδητοποίησα μετά από αυτό το land art στο στάδιο της Επιδαύρου. Καθώς πήγαινα στο λατομείο και έψαχνα μόνη μου να ταιριάξω τις πέτρες στο στάδιο, όπως τις τοποθετούσα, το θυμήθηκα».
Τα ίχνη της πέτρας, τα πειράματα με την πούδρα της άμμου, το γκρι, το κόκκινο, το λιγότερο γκρι, το νερό και ο ήχος του αέρα συγκοινωνούν για το ιδιότυπο χαϊκού που η Εύα Μανιδάκη φτιάχνει στο μυαλό της και το μεταφέρει σε αρχαία θέατρα ή κλειστές σκηνές θεατρικών σχημάτων. Αναφέρεται στο μείγμα των φετινών παραστάσεων που προετοιμάζει ταυτόχρονα: «Παλιοί καιροί» του Πίντερ, «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ, «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, αλλά και μιούζικαλ, το «Once» στη Λυρική Σκηνή. «Το ένα έργο μπαίνει μέσα στο άλλο. Ο Πίντερ κατά έναν τρόπο υποδεικνύει τον Σαίξπηρ μέσα στο κεφάλι μου. Ξαφνικά το καλοκαίρι, στο μπαρ σε ένα νησί, καθώς πίνω ένα ποτό, μου έρχεται ιδέα για ένα φωτιστικό στο πώς θα φωτιστεί το πρόσωπο του Μισάνθρωπου. Είναι πάντα παρούσα μέσα στην καθημερινότητά μου η δουλειά μου στο θέατρο».
Ο ήχος από το καμπαναριό της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης χτυπά δυνατά την ώρα του μεσημεριού και σκεπάζει τη φωνή της. Ενώ κάτω στον πεζόδρομο της Αγίου Μάρκου ακούγονται ήχοι ανθρώπων και μηχανών. «Το κέντρο της πόλης είναι επίσης κομμάτι της ζωής και της δουλειάς μου. Πηγαίνω στην κεντρική αγορά για ψάρια και φρούτα και ταυτόχρονα περνώ από του Ψυρή για να βρω τους τεχνίτες και τα μαγαζιά με υλικά της δουλειάς μου. Από το 1996 που βρίσκομαι σε αυτό το κτίριο, έχω ζήσει το κέντρο να αλλάζει. Τώρα είμαστε στην τρίτη του μετάλλαξη. Εγινε γειτονιά Airbnb, πλέον δεν λέγεται Μοναστηράκι. Τα μαγαζιά που υπήρχαν εδώ και τριάντα ή σαράντα χρόνια κλείνουν. Οπως αυτό από κάτω μας, του Καραβέλλα, τους διώχνουν από το κτίριο για να γίνει ξενοδοχείο. Αλλά και οι πεζοδρομήσεις που γίνονται πιο πάνω στη Μιλτιάδου μπορεί να δείχνουν ανανεωτικές για την περιοχή, είναι όμως έμμεσος αποκλεισμός των παλιών επαγγελματιών, αφού δεν διευκολύνουν στη φόρτωση των εμπορευμάτων τους. Αυτό όλο είναι μια θλίψη. Η γειτονιά αυτή είχε τόσα χρώματα».