«Ο Πάτρικ Μπρονταί, 25 ετών, γιος του τραγουδιστή Σαρλ Αζναβούρ, βρέθηκε νεκρός την περασμένη εβδομάδα στο διαμέρισμά του, στο Νεϊγύ, έξω από το Παρίσι, όπως έγινε χθες γνωστό από αστυνομικές πηγές. Οι ανακρίσεις έχουν ήδη εξακριβώσει ότι ο γιος του Αζναβούρ είχε πάθει τον τελευταίο καιρό ψυχική κατάθλιψη και πιθανόν η κατάστασή του αυτή να τον οδήγησε σε αυτοκτονία» έγραφαν στις 14 Σεπτεμβρίου του 1982 «ΤΑ ΝΕΑ». Λίγα χρόνια μετά ο Σαρλ Αζναβούρ εξηγούσε τι τροφοδοτούσε τη φλέβα της δημιουργίας του και με έναν υπόγειο τρόπο έδειχνε την πληγή του. «Στη Γαλλία συνηθίζουμε να λέμε: Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία. Και σαν τραγουδοποιός πρέπει ν’ αφηγηθώ μια ιστορία. Η θλίψη είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ πιο βαθιά από την ευτυχία. Κάποιος μπορεί να βγει στους δρόμους και να διαλαλήσει την ευτυχία του. Είμαι ευτυχισμένος – η ζωή είναι ωραία. Και λοιπόν; Τι άλλο μπορεί να πει; Η ευτυχία δεν φτάνει να γράψει κανείς τραγούδια».

Ο Σαρλ Αζναβούρ, ο οποίος έφυγε χθες σε ηλικία 94 ετών (το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού δεν ανέφερε ακριβή τόπο και χρόνο θανάτου), άφησε πίσω του περίπου 1.400 τραγούδια – ερμηνευμένα σε 7 γλώσσες – εκ των οποίων τα 1.200 τα είχε γράψει ο ίδιος. «Ζούμε πολύ εμείς οι Αρμένιοι. Εγώ θα ζήσω μέχρι τα 100 και θα δουλεύω μέχρι τα 90» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του πριν από πολλά χρόνια. Και αυτό θα ήταν το απολύτως λογικό. Τελικά δεν έφτασε τα 100 και συνέχισε να τραγουδάει και μετά τα 90, αφού ο προγραμματισμός των συναυλιών του έφτανε μέχρι τις 29 Ιουνίου του 2019, όπου θα εμφανιζόταν στο Τελ Αβίβ.

Η καλλιτεχνική του ανησυχία καταγράφεται από την ηλικία των 9 ετών. Αργότερα έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας της Εντίτ Πιαφ – πολλά από τα τραγούδια που έχει πει το Σπουργιτάκι έχουν την υπογραφή του – ακολουθώντας τη σε περιοδείες. Θέλοντας να διαλύσει τις υποψίες που υπήρχαν και τους ήθελαν ζευγάρι ο Αζναβούρ είχε δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν υπήρξε ποτέ κάτι ερωτικό μεταξύ τους γιατί αυτό θα ήταν καταστροφικό για τη συνεργασία τους. Τελικά ίσως να είχε δίκιο. Ο γιος του αρμένη βαρύτονου Μίσα και της τουρκάλας ηθοποιού Κναρ – οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη Γενοκτονία των Αρμενίων με μια στάση στη Θεσσαλονίκη το 1916, όπου γεννήθηκε η αδελφή του – είδε την καριέρα του να απογειώνεται έπειτα από περιπλάνηση σε παμπ της Ευρώπης όπου τραγουδούσε χωρίς μεγάλη επιτυχία. Μέχρι που το 1956 τον ξετρύπωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουλέν Ρουζ σε ένα καμπαρέ στο Μαρακές – και τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Συναυλίες, ηχογραφήσεις, σπουδαίες συνεργασίες. Φυσικά και η Ελλάδα δεν ήταν εκτός των προορισμών του. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές ήταν όταν το 1998 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο μαζί με τη Νάνα Μούσχουρη, τον Ζαν Κλοντ Μπριαλί και τον Γιάννη Πάριο σε μια συναυλία για το Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη και τη χρηματοδότηση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης. Ο Αζναβούρ διατηρούσε στενή σχέση με την Ελλάδα και η τελευταία του επίσκεψη ήταν το 2016 για να τιμηθεί με το βραβείο «Νίκος Γκάτσος» της γαλλικής πρεσβείας.

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ. «Με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Με τράβηξε η εύθραυστη σιλουέτα του. Μπορείς να είσαι αδύναμος, εύθραυστος και ευάλωτος χωρίς να είσαι αδύναμος. Να γιατί θέλησα ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο για τον πιανίστα: πλούσιο και φτωχό, θαρραλέο και φοβιτσιάρη, δειλό και παρορμητικό, αισθηματία και αυταρχικό, εγωιστή και τρυφερό. Είναι ντροπαλός έστω, αλλά οι γυναίκες λατρεύουν τους ντροπαλούς, πέφτουν με τα μούτρα πάνω τους». Ετσι εξήγησε ο  Φρανσουά Τριφό γιατί τον ενέπνευσε και δημιούργησε ρόλο κομμένο και ραμμένο πάνω στον Σαρλ Αζναβούρ για την ταινία «Πυροβολήστε τον πιανίστα», μία από τις συνολικά 60 στις οποίες συμμετείχε. Σαφώς η ταινία δεν ήταν ένα αφήγημα της ζωής του γαλλοαρμένιου σταρ. Ομως η προσωπικότητά του αντανακλούσε την ταραχώδη και γεμάτη σκαμπανεβάσματα ζωή του, η οποία ήταν χτισμένη πάνω στη λάμψη, στα πλούτη, στη γοητεία και στην απόλυτη επιτυχία. Ο Σαρλ Αζναβούρ έζησε μια κινηματογραφική ζωή, και μάλιστα το σενάριο το έγραψε εκείνος.

Μια άλλη «συμβολική» εμφάνισή του, άλλωστε, ήταν στην ταινία «Αραράτ» (2002) του Ατόμ Εγκογιάν. Εκεί υποδυόταν τον σκηνοθέτη αρμενικής καταγωγής που ζητεί τη βοήθεια μιας καναδής ιστορικού, η οποία έγραψε ένα βιβλίο για τον Αρσιλε Γκόργκι, τον πιο μεγάλο αρμένη ζωγράφο του 20ού αιώνα, για να γυρίσει μια ταινία πάνω στη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 στην Τουρκία.