Σκορπίζει στον αέρα σε μικρά κομματάκια που δύσκολα μαζεύονται μετά: αυτός είναι ο χαρτοπόλεμος, μια λέξη ταυτισμένη με τη χαρά των παιδικών και εφηβικών πάρτι. Να όμως που ως τίτλος θεατρικού έργου εμπεριέχει και μια άλλη εκδοχή, πιο πικρή. Αυτή της πλήρους διάλυσης, στον αέρα, ελπίδων και ονείρων, οραμάτων και ανθρώπων – κυρίως ανθρώπων. Διαλυμένες ζωές πραγματεύεται το έργο σε κείμενο του Βαγγέλη Ρωμνιού και δραματουργική επεξεργασία του Γιωργή Τσουρή, που επέστρεψε για τρίτη χρονιά στο Μικρό Γκλόρια. Διαλυμένες ζωές μιας γενιάς, των σημερινών τριαντάρηδων, που βιώνει την προσωπική της κρίση μέσα στην ευρύτερη, οικονομική και όχι μόνο κρίση, κρίση μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Τρία αδέλφια, τρεις άντρες, συνθέτουν τον καμβά της οικογένειας – η μάνα έχει πεθάνει, ο πατέρας «αγνοείται» και μια θεία αποτελεί το συνώνυμο της απειλής. Μέσα στο μικροαστικό, υποθηκευμένο σπίτι, που από ώρα σε ώρα θα βγει στο σφυρί και θα οδηγήσει τα αγόρια στον δρόμο, θα συμβούν πολλά. Τόσο πολλά που μόνο η θεατρική συμπύκνωση μπορεί να σηκώσει. Μαζί τους η κοπέλα του μεσαίου αδελφού, ένα κορίτσι που κουβαλά κι αυτό το φορτίο της δικής του οικογένειας. Ο θίασος ολοκληρώνεται με έναν πλασιέ που εισβάλλει από τον έξω κόσμο, σαν ουρανοκατέβατος, και τελικά παγιδεύεται.
Αυτοί οι ήρωες μιας κάποιας διπλανής πόρτας θα ξεδιπλώσουν μια ολόκληρη ζωή μέσα σε λίγες ώρες, εκφράζοντας απωθημένα και ενοχές, πόνο και απογοήτευση, συναισθήματα και αγωνίες. Παράλληλα με τις μικρές προσωπικές τους ιστορίες ξεδιπλώνεται μια τραγωδία με αστυνομική πλοκή και στοιχεία παραλόγου.
Το έργο συνδυάζει μαύρο χιούμορ, «θρίλερ» και ωμό ρεαλισμό, ενώ είναι μπολιασμένο με σουρεαλιστικές πινελιές. Η σκηνική γλώσσα είναι καθημερινή, τρέχουσα, με φράσεις ημιτελείς. Η πλοκή εξελίσσεται διαρκώς, προσθέτοντας όλο και περισσότερα στοιχεία που μετατρέπουν ένα κοινωνικό σύγχρονο κείμενο σε αστυνομικό έργο. Ωστόσο δεν αποφεύγει κάποια παλαιομοδίτικα κλισέ, όπως η λίγο «θρησκευτική» τελική λύση που θέλει ανάμεσα στα θύματα κυρίως αθώους.
Στους τοίχους της σκηνής προβάλλονται αποσπάσματα από κινούμενα σχέδια μιας χαμένης αθωότητας, με την Candy Candy και την παρέα της – μια συμβολική αντίστιξη της σκληρής πραγματικότητας.
Ο «Χαρτοπόλεμος» θίγει πολλά θέματα, ορισμένες φορές με την (εμφανή) αγωνία να μη μείνει τίποτα έξω από όσα μας απασχολούν σήμερα. Τα έχει όλα σε υπερβολή – έτσι όπως προσπαθεί να συνδυάσει διαφορετικά θεατρικά είδη, έτσι κάνει και με τη θεματολογία του: κατάθλιψη και χάπια, ανεργία και έλλειψη χρημάτων, ερωτική ζήλεια και κούραση στις προσωπικές σχέσεις, οικογενειακά τραύματα και αδιέξοδα, ελληνικές παθογένειες αλλά και φόνοι και πυρκαγιές και ομοφυλοφιλία.
Ο Γιωργής Τσουρής, η Βάλια Παπακωνσταντίνου, ο Θάνος Αλεξίου και ο Παύλος Πιέρρος προσπαθούν και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνουν να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους ρεαλιστικά, με την άνεση της οικειότητας και μιας καθημερινότητας – με αποκορύφωμα τη σκηνή με την έντονη βία. Ξεχωρίζει ο Φοίβος Ριμένας, ο πλασιέ μαγειρικών σκευών με την ερμηνευτική του δύναμη: μπαίνει μέσα στη σκηνή και μέσα από την επίδειξη των πλεονεκτημάτων που έχουν οι κατσαρόλες του πλάθει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα – από το φως στο σκοτάδι. Η έλευσή του σηματοδοτεί παράλληλα και μια ενδιαφέρουσα δραματουργική στιγμή του έργου, που παραπέμπει, με τον τρόπο της, στο θέατρο του Παραλόγου – κάτι σαν την Κυρία στις «Δούλες».
Τα μαθήματα του Μαρκουλάκη
Ο «Φάρος» ετοιμάζεται για πρεμιέρα, συνεχίζοντας την παράδοση του θεάτρου Αθηνών τα τελευταία χρόνια που θέλει τα έργα να πηγαίνουν και δεύτερη σεζόν. Από την πρώτη μεγάλη διετή επιτυχία με τον «Πουπουλένιο» και τον «Θεό της σφαγής» που ακολούθησε, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης άλλαξε κατηγορία. Είχε βέβαια προηγηθεί μια «προπόνηση» τριών χρόνων με το «Σλουθ» και τον Γιώργο Κιμούλη. Τότε, αναλαμβάνοντας από κοινού το θέατρο της οδού Βουκουρεστίου, κατέληξαν και στη συν-σκηνοθεσία του. Οταν στη συνέχεια το Αθηνών πέρασε στα χέρια του νεότερου εκ των δύο, η συνέχεια δεν εθεωρείτο αυτονόητη.
Ο Μαρκουλάκης ανήκει στη γενιά ηθοποιών που βγήκαν στα πράγματα όταν πια η ιδιωτική τηλεόραση είχε ανθίσει, ενώ στο θεατρικό κομμάτι οι επιχορηγήσεις βρίσκονταν στην πλήρη εξέλιξή τους. Το 1995 ήταν 21 χρόνων. Το νεαρό αγόρι με τα όμορφα μάτια δεν επέλεξε, αρχικά, τον δρόμο που του άνοιγε η εμφάνισή του και μόνον. Ενας από τους πρώτους του ρόλους ήταν στη «Βρωμιά», έναν μονόλογο όπου έπαιζε τον ιρακινό μετανάστη στην Ευρώπη στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Σαν να ήξερε από την αρχή ότι έχει τη στόφα του πρωταγωνιστή, ο Μαρκουλάκης διάλεγε έργα, παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές που επιβεβαίωναν το αντίστοιχο. «Συνήθως οι καλοί ηθοποιοί φέρουν πάνω τους το φως», είχε πει κάποτε ο μετρ του είδους Λευτέρης Παυλόπουλος. Κάπως έτσι αποδείχτηκε και στην περίπτωσή του.
Ο αστικής καταγωγής και αντίστοιχης μόρφρωσης και κουλτούρας 48χρονος σήμερα ηθοποιός έκανε την πορεία του στον χώρο ενδίδοντας και στις παγίδες της αλαζονείας που φέρνει η μεγάλη δημοτικότητα. Μπλέχτηκε με την πολιτική, παρουσίασε τηλεπαιχνίδια, έστησε δικό του θέατρο πριν να είναι έτοιμος κρατώντας για τον εαυτό του ρόλους πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη (Χώρα), θέλησε να αναζητήσει τ’ όνειρο στην Αμερική. Από όλη εκείνη την περίοδο, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000 πήρε τα μαθήματά του. Δεν έμεινε στα παθήματα _ η ξαφνική διακοπή του τηλεοπτικού «Γιούγκερμαν» σίγουρα δεν ήταν αναμενόμενη για τον ίδιο.
Και άλλαξε. Προσγειώθηκε, ωρίμαστε, μπήκε στη λογική της συνεργασίας και αναζήτησε τον προσωπικό του δρόμο. Το στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του όταν ανέλαβε, μόνος πια, το θέατρο Αθηνών, δεν ήταν εγωκεντρικό _ ήταν ομαδικό. Κερδίζοντας τελικά τη θέση του στον χώρο.