Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2014, τέσσερα χρόνια αφού είχαν κερδίσει τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν και τη Γερουσία ολοκληρώνοντας την άλωση του Κογκρέσου. Στη συνέχεια έδωσαν το χρίσμα στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος της χώρας.
Η συμμετοχή σε εκείνες τις εκλογές, που όπως αποδείχθηκε άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας, ήταν μισή μονάδα χαμηλότερη από εκείνη στο προχθεσινό δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ: 36,3%. Στη σοφιστικέ Πολιτεία της Νέας Υόρκης, μάλιστα, δεν ξεπέρασε το 29%. Οι αναλυτές απέδωσαν την υψηλή αποχή στην απάθεια, στην οργή και στους αρνητικούς τόνους της προεκλογικής εκστρατείας. Κανείς δεν αμφισβήτησε όμως το αποτέλεσμα, ούτε το χαρακτήρισε «αντιφατικό». Κανείς δεν είπε ότι με τα όσα ακολούθησαν αγνοήθηκε η βούληση του 63,7% των Αμερικανών. Ετσι συμβαίνει στις δημοκρατίες, τις ισχυρές και τις εύθραυστες, τις ανεπτυγμένες και τις εμβρυακές: μετράει η ψήφος όσων συμμετέχουν, όχι όσων απέχουν. Ο ίδιος ο Τραμπ ψηφίστηκε το 2016 από το 25,7% των Αμερικανών. Και λοιπόν;
Τα ρεπορτάζ από τα Σκόπια την προηγούμενη εβδομάδα ανέφεραν ότι ο Ζάεφ και οι Δυτικοί θα ήταν ευχαριστημένοι αν προσέρχονταν στις κάλπες τουλάχιστον 600.000 ψηφοφόροι. Ψήφισαν λίγο περισσότεροι. Δεν υπήρξε λοιπόν ούτε αιφνιδιασμός, ούτε ήττα. Κανείς δεν «απέτυχε». Η συνέχεια για τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ, να πείσει δηλαδή κάποιους βουλευτές της αντιπολίτευσης ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι προς το συμφέρον της χώρας, θα ήταν εξίσου δύσκολη αν είχαν ψηφίσει άλλοι 200.000.
Ο Πάνος Καμμένος διαφωνεί βέβαια με όλα αυτά. Εκείνος αθροίζει αυθαιρέτως, ερμηνεύει αυθαιρέτως και αποφασίζει αυθαιρέτως. Δεν είναι ο μόνος, αλλά είναι ο πιο προκλητικός. Και επιβεβαιώνει καθημερινά ότι το μεγαλύτερο σκάνδαλο της τελευταίας τριετίας, και ο μεγαλύτερος εξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι η στιγμιαία kolotoumba του 2015, αλλά η διαρκής εξάρτησή του από τους Ανεξάρτητους Ελληνες. Στο κάτω κάτω η πρώτη έσωσε τη χώρα. Ενώ η δεύτερη στιγμάτισε για πάντα την Αριστερά.
Η χρησιμοποίηση, είτε από την κυβέρνηση είτε από την αντιπολίτευση, των γεγονότων σε μια άλλη χώρα για την επίλυση των λογαριασμών στη δική μας δείχνει τουλάχιστον πολιτική ανεπάρκεια. Και οι θριαμβευτικοί τόνοι στους οποίους προσφεύγουν ακόμη και μετριοπαθείς πολιτικοί ή αναλυτές για το γεγονός ότι οι εθνικιστές του VMRO και τα ρωσικά τρολ κράτησαν αρκετούς ψηφοφόρους της γείτονος στα σπίτια τους δείχνουν, όσο να ‘ναι, έναν διχασμό προσωπικότητας.
Το πιο θλιβερό απ’ όλα όμως είναι το απαξιωτικό και ειρωνικό ύφος με το οποίο αντιμετωπίζονται όλοι αυτοί οι «κακομοίρηδες» στη γειτονιά μας που αγωνιούν για το μέλλον τους, αν όχι για την ίδια την επιβίωσή τους. Εδώ και αρκετές δεκαετίες μάς διακατέχουν ένα περίεργο σύνδρομο ανωτερότητας και μια μυστηριώδης ψευδαίσθηση ισχύος. Από πού να απορρέουν άραγε; Και τι κόστος θα έχει η κατάρρευσή τους;