Οι ερμηνείες για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ποικίλλουν. Ανάλογα με το σημείο αναφοράς και τις προθέσεις τους, κόμματα, πολιτικοί και αναλυτές διαβάζουν τους αριθμούς με διαφορετικό τρόπο.
Eπιχειρώντας, λοιπόν, να αποτιμήσουμε την κατάσταση, ας λάβουμε υπόψη τα εξής δεδομένα: οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι είναι σχεδόν 1,8 εκατομμύρια, ωστόσο, στις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2016 ψήφισαν 1.191.832 πολίτες. Η μη εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων και όσοι έχουν μεταναστεύσει (περίπου 400 χιλιάδες) δίνουν ένα ασθενές επιχείρημα στον Ζάεφ να ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή των 660.000 δεν είναι απονομιμοποιητική. Συγκρίνοντας, δηλαδή, αυτόν τον αριθμό με τις 710.000 που εμπιστεύτηκαν στις τελευταίες εκλογές το κόμμα του και τα αλβανικά με τα οποία έχει συμπράξει. Παρ’ όλα αυτά, προχθές επιβεβαιώθηκε ότι το σλαβικό στοιχείο είναι – στην καλύτερη περίπτωση – διχασμένο.
Από την άλλη, όμως, όταν ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ είχε βάλει στην εξίσωση το δίλημμα «ναι ή χάος», με σύσσωμη τη Δύση να τον σιγοντάρει ακόμη και με υπερβολικές δηλώσεις στήριξης και αναφορές στην αναγκαιότητα υπερψήφισης με δέλεαρ τη σταθερότητα και την ευημερία της χώρας, γίνεται αντιληπτό ότι αρκετοί εκ των πολιτών δεν συγκινήθηκαν. Ασφαλώς, σε αυτό έπαιξε ρόλο και η μονομερής καμπάνια υπέρ του Ναι, υπό την έννοια ότι εφόσον η αντιπολίτευση απέφυγε την πόλωση, καλώντας σε μποϊκοτάζ της διαδικασίας, δεν επήλθε η συσπείρωση στους κόλπους του Ναι που συνήθως προκύπτει όταν εντείνεται η πολιτική αντιπαράθεση. Ακόμη και έτσι, ο Ζάεφ οφείλει να αναρωτηθεί γιατί απέτυχε να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των συμπολιτών του και δη με κίνητρο την ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Παρότι δεν είμαι βέβαιος ότι η εκστρατεία των Δυτικών επέδρασε αρνητικά (άλλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κατοίκων της ΠΓΔΜ σε σχέση με τους πιο «ατίθασους» Ελληνες), αν μη τι άλλο φαίνεται πως δεν βοήθησε ουσιαστικά. Ισως γιατί σε ζητήματα ταυτότητας, η εθνική συνείδηση είναι υπέρτερη οποιασδήποτε προοπτικής ενσωμάτωσης σε υπερεθνικούς σχηματισμούς, ενδεχομένως διότι η εθνικιστική ατζέντα Γκρούεφσκι έχει εδραιωθεί κοινωνικο-πολιτικά, πιθανόν δε επειδή ΕΕ και ΗΠΑ δεν κατάφεραν να υπερκεράσουν την επιρροή τρίτων δυνάμεων, που όλο το προηγούμενο διάστημα εργάστηκαν υπογείως, αξιοποιώντας στερεότυπα και εθνικούς μύθους. Προφανώς, προσμετρήθηκε και ο δισταγμός της ΕΕ να ανοίξει τον περασμένο Ιούνιο την (προενταξιακή) πόρτα στη FYROM.
Μετά το δημοψήφισμα, η πολιτική δυναμική της κυβέρνησης Ζάεφ έχει εξασθενήσει. Η επιβίωσή της, άλλωστε, περνά μέσα από την ολοκλήρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, προϋπόθεση της οποίας είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Είτε, λοιπόν, προηγηθούν εκλογές με την ελπίδα να αλλάξουν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί (λογικότερο σενάριο, αν όχι μονόδρομος), είτε καταφέρει να εξασφαλίσει τα 2/3 των βουλευτών από την παρούσα Βουλή (μοιάζει εξαιρετικά αμφίβολο και πολιτικά παρακινδυνευμένο χωρίς τη συγκατάθεση του VMRO), σε περίπτωση που καταρρεύσει η συμφωνία με την Ελλάδα, ανάλογη πορεία θα ακολουθήσει και ο Ζάεφ. Εχουμε, ωστόσο, αρκετά επεισόδια μπροστά μας και καλό είναι να μην προτρέχουμε, συγχέοντας την πραγματικότητα με ευσεβείς πόθους.
Ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»