Εχουν περάσει πια δεκαεννιά χρόνια από εκείνον τον Σεπτέμβριο του 1999. Από τον σεισμό της Πάρνηθας, τον μεγαλύτερο που έχει πλήξει την Αθήνα, με περισσότερους από 140 νεκρούς. Ο Εγκέλαδος όμως της γεωγραφικής γειτονιάς μας είχε ξυπνήσει είκοσι ημέρες πριν, στην Τουρκία. Με έναν σεισμό που επειδή εκδηλώθηκε μέσα στη νύχτα, την ώρα που οι άνθρωποι κοιμόντουσαν, είχε πάνω από 14.000 θύματα. Και έτσι, ενώ νιώθαμε συγκλονισμένοι – είμαστε και λαός drama queen – από τις εικόνες της καταστροφής και τις ιστορίες των διασωθέντων, βρεθήκαμε ξαφνικά να ψάχνουμε στα δικά μας ερείπια, τους δικούς μας ανθρώπους. Και επειδή η κοινή μοίρα, η κοινή ανάγκη και ακόμη πιο πολύ το κοινό κακό ενώνει τους ανθρώπους περισσότερο απ’ όσο τους χωρίζουν οι ιδεολογίες και τα κυβερνητικά συμφέροντα, βρεθήκαμε από τη μία μέρα στην άλλη σε μια νοητή αγκαλιά με τους «αδελφούς μας Τούρκους». Πρώτοι οι Τούρκοι διασώστες έσπευσαν εδώ να βοηθήσουν και θυμάμαι (είχα κάνει σχετικό ρεπορτάζ) ότι, όπου εμφανίζονταν, ο κόσμος, μέσα στην αγωνία και την απελπισία του, τους υποδέχονταν με χειροκροτήματα.
Ετσι είναι η ζωή και οι άνθρωποι. Τις κάνουν αυτές τις κασκαρίκες στην Ιστορία. Εκει που νομίζει η κυρία ότι έχει στρώσει το θεωρητικό της αφήγημα, έρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας και της το φέρνει τούμπα – αυτό που ξεχνούν πολλές φορές και οι πολιτικοί θεωρώντας δεδομένο το θυμικό ενός λαού. Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 άνοιξε βαθιές πληγές και στους δύο πληθυσμούς. Θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια, τους παππούδες και τις γιαγιάδες που δεν πρόλαβαν να πεθάνουν στα δικά τους χώματα. Μετά έφυγαν από τη ζωή, τα παιδιά της εισβολής μεγάλωσαν, τώρα πια είναι οι ίδιοι παππούδες και γιαγιάδες. Οι πληγές έχουν αφήσει τα σημάδια τους, αλλά οι ανάγκες της καθημερινότητας είναι πιο επιτακτικές. Και συχνά αποδεικνύονται πιο δυνατές από την ιστορική μνήμη.