Δεν είναι τυχαίο που ανατρέχουμε με νοσταλγία στην παιδική μας ηλικία. Ακόμη και όταν εξιδανικεύουμε εκείνη την περίοδο της ζωής μας – και σχεδόν πάντοτε την εξιδανικεύουμε – αναπολούμε τη χαμένη Εδέμ, τον παράδεισο της αμεριμνησίας, την εποχή που άλλοι σκέφτονταν για πάρτη μας: τι θα φάμε, τι θα φορέσουμε, πώς θα επιβιώσουμε (εξυπακούεται ότι, από αυτά τα νησιά των Μακάρων, οφείλουμε να εξαιρέσουμε εκατομμύρια δύσμοιρα παιδιά ανά την υφήλιο που υποχρεώνονται να γεννηθούν… ενήλικα). «Απαλλαγμένοι από τις συμφορές της νοημοσύνης», κατά την περίφημη ρήση των Μόντι Πάιθον, κολυμπάμε σε μια θάλασσα μαρμελάδας και κοιτάζουμε τον κόσμο με το δέος του πρωτόγονου, σαν μια σειρά από αλλεπάλληλα θαύματα· πίσω από κάθε βροντή τη νύχτα κρύβεται ένας μοχθηρός θεός, πίσω από κάθε δώρο γενεθλίων ένας καλοκάγαθος. Η ζωή είναι απλή κι ευχάριστη. Καθετί πολύπλοκο και δυσάρεστο είναι απλώς παρά φύσιν.

Σε αντίθεση με τον πατριωτισμό, που αναγνωρίζει αρετές και σε άλλες πατρίδες αλλά δίνει ένα μπόνους στην πατρίδα που έτυχε να γεννηθείς εσύ, ο εθνικισμός τρέφει και τρέφεται από τον παλιμπαιδισμό, τον ερμητικό εγωτισμό ενός νηπίου: αυτό είναι δικό μου· δεν το μοιράζομαι με κανέναν. Προχτές, στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ένας φτωχός λαός με multi culti εθνοτική σύνθεση κλήθηκε να μετάσχει σ’ ένα επικίνδυνο παιχνίδι εθνικής ενηλικίωσης. Μολονότι ο αληθινός σκοπός του παιχνιδιού, μια σύνθετη ονομασία erga omnes, κρύφτηκε κάτω από λογής λογής καλούδια – την άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ και, μακροπρόθεσμα, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το προνόμιο ν’ ακούς το όνομα της χώρας σου από προσωπικότητες διεθνούς βεληνεκούς που μέχρι χτες δεν ήξεραν καν πού διάολο βρίσκεται η χώρα σου κ.ο.κ. – εσύ δεν ξεγελάστηκες από τις Σειρήνες. Κατανόησες ότι όλοι αυτοί οι μεγαλοσχήμονες δεν ήθελαν παρά ένα πράγμα: να κλέψουν την παιδική ψυχή σου. Να αποπατήσουν πάνω στους εθνικούς σου μύθους και να μολύνουν το όνομά σου, τον μοναδικό συνεκτικό δεσμό σου με τις άλλες εθνότητες εντός της επικράτειάς σου, με έναν μιαρό γεωγραφικό προσδιορισμό. Πριτς. Απαξίωσες να βγεις καν από το σπίτι σου για να πας να ψηφίσεις. Στύλωσες τα ποδάρια σου στο πάτωμα κι εξακολούθησες να παίζεις με τα Lego σου.

Μέχρις εδώ τα πράγματα είναι κατανοητά και, αν παραστήσουμε τους γιαλαντζί ψυχαναλυτές, όχι και πολύ ενδιαφέροντα. Μετατάσσονται στη χορεία των εθνικιστικών διαστροφών μονάχα εάν ρίξουμε μια ματιά και στην από δώθε πλευρά των συνόρων. Θα περίμενε κανείς οι δικοί μας εθνικιστές, όχι λιγότερο «απαλλαγμένοι από τις συμφορές της νοημοσύνης» από τους εθνικιστές των γειτόνων μας, ν’ αντιδράσουν με θλίψη ή και με οργή επειδή στο δημοψήφισμα των Σκοπίων επικράτησαν εκείνοι που επιθυμούν να τους αναγνωρίσει όλος ο κόσμος (και η Ελλάδα) με το νυν συνταγματικό τους όνομα, εκείνοι που πιστεύουν ότι η Μακεδονία είναι Μία και είναι… δική τους! Πού τέτοια επιφοίτηση; Απεναντίας. Χαρές και πανηγύρια. «Ο Θεός της Ελλάδας έβαλε πάλι το χέρι του», έγραψε μια εφημερίδα, γνωστή για τα προσωπικά της κονέ με τον Πανάγαθο, προφανώς κατά το «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι»: τους τύφλωσε ο Κύριος και ψήφισαν (δεν πήγαν να ψηφίσουν, για την ακρίβεια) ενάντια στο εθνικό τους συμφέρον. Σωστό κι αυτό. Βλέπετε, ο Θεός εκδηλώνει τη βούλησή του με «μυστήριους τρόπους» και πάντοτε φέρνει εγκαίρως τα δώρα σου. Τι ζητάει από εσένα να πιστέψεις στο κάτω κάτω; Οτι ένας υπέρβαρος εκατόν τριάντα κιλών χωράει να περάσει από την καμινάδα σου. Ακόμη και όταν δεν έχεις καμινάδα.