Πριν από περίπου δυόμισι χρόνια (χάνω το μέτρημα τώρα τελευταία, μεγαλώνω μάλλον) βεβαιώθηκα ότι η κολλητή μου έχει πακετάρει μάλλινα και ότι δεν θα φοβάται μόνη τα βράδια και τη βάλαμε σε ένα αεροπλάνο για τις Βρυξέλλες.

Είχα ζήσει όλη τη διαδρομή ώς τη μέρα αυτή. Ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, καλοί επιστήμονες, αληθινά καλοί, μα ο καθένας έφερνε το χαρτί υγείας του – γιατί στην τουαλέτα του ΕΚΠΑ είσαι μόνη φίλη μου, ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Στροφή στη δημοσιογραφία. Πώς λέμε «στροφή στην ποιότητα»; Καμία σχέση.

Και να οδύρομαι εγώ που άφησε το κορίτσι την επιστήμη του για να κυνηγάει να μάθει τι θα ψηφίσει ο βουλευτής Σερρών Ακανετζίογλου των Ανεξάντλητων Υπερελλήνων στο μνημόνιο συνεργασίας με το Ναγκόρνο Καραμπάχ για την ανάπτυξη βιολογικών φυτοφαρμάκων για το κολοκάσι. Κι από τις τουαλέτες του ΕΚΠΑ στις ωραιότατες τουαλέτες του ισογείου της Βουλής, προϋπολογισμοί και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, Μνημόνια και εξεταστικές, ουίσκι και κουλούρι με κασέρι από το κυλικείο.

Ηταν θέμα χρόνου το φευγιό. Και ο πόνος του αποχωρισμού έγινε ανακούφιση. «Εφυγε και γλίτωσε, θα γλιτώσει από δω, όλα καλά θα πάνε».

Ολα καλά πήγαν. Δουλειά, ενθουσιώδεις βραδινές συζητήσεις για τους φοβερούς κάδους ανακύκλωσης στη γειτονιά της, μετάφραση αιτήσεων στον βελγικό ΟΑΕΕ χωρίς απίθανες γραφειοκρατίες, μπακάλικα στις αραβογειτονιές και φριτερί με βρωμερά τηγανητά, λεωφορεία και τρένα και πρώτες εντυπώσεις από την Μπριζ, το Λουξ, το Παρίσι, «δεν έχει φρέσκο άνηθο, ρε, το σουπερμάρκετ» και μια επίμονη λιγούρα για κοκορέτσι πατριδούλας.

Πριν από έναν χρόνο το κορίτσι αρρώστησε.

Δέκα μήνες πάλι πίσω στην Ελλάδα για να το φάμε το πακέτο μαζί, όπως πρέπει. Ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο, καλοί επιστήμονες, αληθινά καλοί, και άνθρωποι που κοπιάζουν, μα ο καθένας έφερνε τη μάσκα του και το αντισηπτικό του γιατί με κάθε επίσκεψη δεν ήσουν βέβαιος αν μαζί με την ακτινοβολία θα κονομήσεις και καμιά γρίπη από αυτές που θέριζαν μες στα νοσοκομεία.

Ολα πήγαν καλά, φευγιό και πάλι, χαρούμενο αυτή τη φορά.

Στην πρώτη επίσκεψή της σε δημόσιο νοσοκομείο των Βρυξελλών μού ήρθε η επιφοίτηση.

Πήγε για να της κάνουν μια ένεση που θα έκανε για πρώτη φορά. Της έκαναν κανονικότατη εισαγωγή, βεβαιώθηκαν ότι είναι εντάξει και μετά εξιτήριο. Δεν φοβήθηκα καθόλου ότι θα γυρίσει στο σπίτι με αλλεργική αναφυλαξία, ιλαρά, γρίπη των πτηνών, ίκτερο, ενημερωτική μπροσούρα θρησκευτικής αίρεσης, φυλλάδιο κατά των εκτρώσεων και διαφημιστικό για ελληνίδες αποκλειστικές και ενοικίαση καρέκλας συνοδού.

Κάπου εκεί (στο άσχετο σου σκάνε αυτά) συνειδητοποίησα ότι αυτοί που κλαίνε για «τους νέους μας που φεύγουν» είναι εντελώς εκτός θέματος.

Είναι συνήθως οι άνθρωποι που ο απόλυτος ελληνικός τους στίχος είναι αυτή η εμπνευσάρα του Ελύτη ότι αν αποσυνδέσεις (σ.σ.: ναι, να αποσυνδέσεις έγραψε, όχι να αποσυνθέσεις) την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι, ένα καράβι, μια πίτα κεμπάπ κι ένας πράσινος ήλιος.

Εμείς που διώχνουμε τους αγαπημένους μας, όχι για να διαπρέψουν, αλλά για να ζήσουν καλά, είμαστε από άλλο ποίημα.

Είμαστε αυτοί οι θλιβεροί θαμώνες του καφενέ στου λιμανιού την άκρη που τον έχτισε το δάκρυ. Είμαστε αυτοί που μένουν και περιμένουν.

Ο καθένας για τους δικούς του λόγους, από πείσμα, δειλία, έρωτα, αδυναμία απογαλακτισμού, οτιδήποτε, αλλά μην το κάνουμε ηθικό το θέμα ή πατριωτικό γιατί αυτά είναι χαζομάρες. Απλώς κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό.

Ακούω πολιτικούς κάθε τρεις και λίγο να λένε πως «πρέπει» να φέρουν τους ανθρώπους μας πίσω και θέλω να τσιρίξω «να τους αφήσετε στην ησυχία τους τούς νέους μας». Δεν χρειάζονται το πατρονάρισμα κανενός.

Κατά βάθος αυτή η γενιά ξέρει ή διαισθάνεται πως ακόμη κι αν κατέβει τώρα ένα διαστημόπλοιο, από έναν τέλειο μακρινό πολιτισμό που μας λυπήθηκε, για να μας αφήσει δώρο τον καλυτερότερο πρωθυπουργό όλων των εποχών, η χώρα για την επόμενη δεκαετία τουλάχιστον δεν θα λογίζεται για «κανονική» από κανέναν που έχει εικόνα τι πά’ να πει κανονικότητα.

Συνειδητοποιείτε εσείς που τους βάζετε στις ομιλίες σας για ποιους νέους μιλάτε; Είναι αυτοί που έζησαν όλη την ευμάρεια της Μεταπολίτευσης (που τη λοιδορείτε μερικοί ανίδεοι) και μεγάλωσαν μέσα στην επανάσταση της πληροφορίας. Μετά πήγαν με όλα τους τα εφόδια να δουλέψουν με τρεις κι εξήντα για ημιεγγράμματα αφεντικά κι όσοι μπόρεσαν και θέλησαν έφυγαν έξω και γλίτωσαν και το συγγενολόι να τους λέει στα τραπέζια να κάνουν «κάνα παιδάκι» και εξηντάρηδες να συζητάνε στα πρωινάδικα για την υπογεννητικότητα.

Κι ενώ παρακολουθούν όλο τον κόσμο κάθε μέρα πια μες στις οθόνες τους, βλέπουν την αξία της ζωής στην Ελλάδα να πέφτει όλο και πιο χαμηλά. Κι αυτό δεν φτιάχνει ούτε με δύο ούτε με τρία ούτε με δεκατρία νομοσχέδια.

Brain drain

Ποιος να σκέφτηκε τον όρο «brain drain»; Τι βλακεία κι αυτή. Απ’ το σιφόνι φεύγουν τα βρωμόνερα. Εδώ διώχνει η μάνα το παιδί. Κι εσείς τάζετε να τους φέρετε πίσω απ’ τον σωσμό τους στον καφενέ μας. Μ’ εμάς που μένουμε και (πια δεν) περιμένουμε.