Χρώμα που αναβλύζει από το πουθενά και καλύπτει το σύμπαν. Για την ακρίβεια, διχρωμία συμπληρωματικών χρωμάτων. Πώς ήταν ο ορισμός; (επίπονη προσπάθεια αφύπνισης της μνήμης): «Κάθε ζεύγος συμπληρωματικών χρωμάτων αποτελείται από ένα βασικό χρώμα και το συμπληρωματικό του, το οποίο είναι παράγωγο των δυο άλλων βασικών χρωμάτων, δηλαδή κάθε συμπληρωματικό ζευγάρι αποτελείται ουσιαστικά από τα τρία βασικά χρώματα (προσώρας σκοτεινό απομεινάρι μηχανικής απομνημόνευσης, μάλλον δεν είναι η στιγμή για περαιτέρω σκάψιμο – όμως δεν πειράζει, η ουσία του πράγματος βρίσκεται παρακάτω), ενώ κάθε βασικό χρώμα όταν αναμειχθεί με το συμπληρωματικό του δεν παράγει καθαρό χρώμα, αλλά σκούρο καφέ ώς σχεδόν μαύρο».

Ναι, βέβαια, αυτό είναι, μόνο που εδώ υπάρχει προφανής αναστροφή του φαινομένου: το σκούρο καφέ έως σχεδόν μαύρο που είχαμε νωρίτερα τώρα αναλύεται εκ νέου στα ζεύγη συμπληρωματικών χρωμάτων από τη μείξη των οποίων πιθανόν είχε προέλθει – λόγου χάρη, ένα ακίνητο βαθύ μοβ φόντο και από πάνω κίτρινοι χρωματιστοί λεκέδες που απλώνονται χορεύοντας. Ή μήπως τελικά το φόντο είναι μπλε και οι λεκέδες πορτοκαλί; Αδιάφορο, εκείνο που κυρίως μετράει εδώ είναι το ίδιο το φαινόμενο της ελπιδοφόρου αναστροφής – επιστροφής στην πρότερη κατάσταση. Κι επίσης ότι, συν τω χρόνω, όλα αυτά τα σχήματα που κάνουν οι λεκέδες πάνω στο φόντο, ενόσω ένας ένας επιβραδύνει σταδιακά την κίνησή του, παγιώνονται εντέλει σε αραβουργήματα αφάνταστης ποικιλίας και ομορφιάς, μαζί με την ολοένα εντονότερη αίσθηση μιας υποκείμενης υπερπολυτελούς υφής: δροσερό μετάξι σταμπαρισμένο με περίτεχνα καμπύλα σχήματα που θυμίζουν αμυδρά τροπική βλάστηση – πλατιά φύλλα και λεπτεπίλεπτα κλαδιά, γεωμετρικά νυχτολούλουδα και στυλιζαρισμένες περικοκλάδες. Μια ψυχρή δίχρωμη μεταξωτή πανδαισία που πια κινείται όλη μαζί σε slow motion καλύπτοντας τα πάντα, σαν μεγαλόπρεπος ουρανός.

Είναι ποτέ δυνατόν όλο αυτό το υπέρλαμπρο διακοσμητικό αριστούργημα ν’ αποτελεί αποκλειστικό προϊόν της δικής μου εικαστικής φαντασίας; Αν είναι έτσι, μήπως θα πρέπει επειγόντως να καταγραφεί; Η ιδιότητα του σχεδιαστή – διακοσμητή: μια καινοφανής κι εξόχως διασκεδαστική υπόθεση, που θα πρέπει οπωσδήποτε να την αφηγηθώ αργότερα όπου δει με πάσα λεπτομέρεια (μια και, όπως φαίνεται, είναι τελικά μάλλον πιθανό να υπάρξει αυτή η δεύτερη ευκαιρία, κάτι που, για να πούμε την αλήθεια, μοιάζει επίσης με τη σειρά του εξωφρενικά διασκεδαστικό δεδομένων των συνθηκών, κάτι σαν μια φοβερά επιτυχημένη φάρσα).

Αίφνης, συμπληρωματικά χρώματα και περίτεχνα σχήματα πνίγονται (και θα χαθούν για πάντα) κάτω από έναν λαμπρό καταρράκτη δροσερού λευκού φωτός, ενώ ορθώνεται πεντακάθαρη, με μια ανακουφιστική αίσθηση απόλυτης αυτογνωσίας κι απαστράπτουσας διανοητικής διαύγειας, η σκέψη: «είναι αφάνταστο το τι μπορεί να γεννήσει το μυαλό του ανθρώπου όταν ο εγκέφαλος οξυγονούται με επάρκεια». Το απόλυτα κωμικό της πρώτης αυτής αποτυχημένης απόπειρας επανόδου στα γνώριμα πεδία της ορθολογικής αυτοσυνείδησης μου γίνεται σαφές μόνο πολύ αργότερα, όταν από αρμόδια (και διακριτικά μειδιώντα) χείλη ακούω πως «οξυγονούται, δεν οξυγονούται, μάλλον θα έπρεπε να είχες ρωτήσει τον αναισθησιολόγο τι ακριβώς μείγμα συνηθίζει να χρησιμοποιεί».

Ο Νίκος Τσούχλος είναι αρχιμουσικός, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιόνιου Πανεπιστημίου και πρόεδρος του Ωδείου Αθηνών. Παράλληλα προς την καλλιτεχνική του δράση, ασχολήθηκε για περίπου είκοσι χρόνια με τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.