Πέρα από τα κεντρικά εθνικά ζητήματα που εγείρει για την Ελλάδα αλλά και για τη σταθερότητα στα Βαλκάνια η συμφωνία των Πρεσπών, ειδικά μετά την αποτυχία του δημοψηφίσματος στα Σκόπια και την απέλπιδα προσπάθεια Ζάεφ να την ξεπεράσει, ένα άλλο εσωτερικό πολιτικό ζήτημα έχει ταυτόχρονα εγερθεί: αφορά την ιδιότυπη πολιτική ανωμαλία νέου τύπου στην οποία έχει πλέον εισέλθει η χώρα εξαιτίας της προδήλως ταραγμένης σχέσης στο εσωτερικό τής συγκυβέρνησης.
Ουδείς είναι σε θέση να πει με ακρίβεια το πόσο ακριβώς και σε ποια έκταση έχουν διαρραγεί οι σχέσεις των αρχηγών των δύο κομμάτων. Ουδείς μπορεί να μετρήσει με βεβαιότητα το πού αρχίζει η αλήθεια και πού το θέατρο σε όλη αυτή την ιστορία. Ομως, όποια κι αν είναι η δοσολογία, ακόμα και ως θέατρο, που ασφαλώς δεν είναι μόνον αυτό, όλη αυτή η ιστορία κινείται ήδη στο γκρίζο επικίνδυνο πεδίο της πολιτικής ανωμαλίας.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι ένα κοινό νομοθέτημα στο οποίο μία διαφωνία δεν έχει τελικά και σπουδαία σημασία. Δεν είναι καν απλώς ένα πολύ σημαντικό νομοθέτημα γύρω από το οποίο η ενδογαμική κυβερνητική σύγκρουση μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις και την πολιτική ηρεμία στη χώρα. Είναι πολύ περισσότερο και από αυτό – είναι μία διεθνής νομική πράξη και μάλιστα επί ζητήματος το οποίο τραβάει σαν αλεξικέραυνο το ενδιαφέρον όλων των μεγάλων δυνάμεων: ΗΠΑ, Ρωσία, Αγγλία, Γερμανία και αυτό που ονομάζουμε «Ευρώπη» έχουν στρέψει την προσοχή τους ενεργητικά και δραστήρια στις εξελίξεις στο θέμα. Δεν χρειάζεται συνεπώς πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία του. Δεν πρόκειται πλέον για διμερές ζήτημα μεταξύ της Ελλάδας και των Σκοπίων. Πρόκειται ουσιαστικά για περιφερειακό ζήτημα υψηλής διπλωματικής προτεραιότητας και συγκρουσιακότητας. Κάτι που σημαίνει ότι πρέπει αμέσως να εγκαταλειφθούν τα μικροκομματικά παιχνιδάκια γύρω από αυτό.
Η κυβέρνηση είναι συνταγματικά, νομικά και ουσιαστικά φορέας συλλογικής πολιτικής ευθύνης. Το να υποδύεται το ένα της κόμμα ότι διαφωνεί σε ένα τέτοιου επιπέδου ζήτημα (διαφωνεί άραγε στ’ αλήθεια;) και το να παίζει κλεφτοπόλεμο με το άλλο δεν είναι μόνον εξαιρετικά επιβλαβές για την όποια εθνική στρατηγική (άραγε υπάρχει;), αλλά είναι και ξεκάθαρη εσωτερική πολιτική ανωμαλία πρώτου μεγέθους. Είναι, πολύ απλά, πολιτική τερατογένεση. Είναι αδιανόητο άλλα να λέει ο υπουργός Εξωτερικών, άλλα ο αρχηγός του μικρού κόμματος της συγκυβέρνησης υπουργός Αμυνας, άλλα ο Πρωθυπουργός και άλλα καμιά τριανταριά κυβερνητικοί παράγοντες και βουλευτές που είναι μόνιμοι θαμώνες στα κανάλια (της «διαπλοκής»). Δεν γίνεται. Και όταν γίνεται, σημαίνει ότι έρχεται μεγάλο κακό.
Αλλά και η αντιπολίτευση συνολικά δεν μπορεί να κινείται στην γκρίζα ζώνη, η οποία επί της ουσίας τροφοδοτεί το παιχνίδι της κυβέρνησης καθώς το νομιμοποιεί. Είναι ξεκάθαρο ότι η έλευση της συμφωνίας στη Βουλή θα σημάνει και μεταβολές στις τάξεις των κομμάτων ως προς την κοινοβουλευτική τους δύναμη. Αυτή την ώρα οι σχετικές διεργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει. Πρέπει να τελειώνουν. Πρέπει άπαντες να πάρουν επιτέλους θέση: οριστική και τελεσίδικη. Αλλιώς τροφοδοτούν τόσο την πολιτική ανωμαλία και την υποχώρηση της δημοκρατίας όσο και την αποδυνάμωση της θέσης της Ελλάδας. Και δεν έχουν το δικαίωμα να παίζουν άλλο με όλα αυτά.