Η επιχρωμάτιση των παλιών ασπρόμαυρων ταινιών δεν είναι καινούργια πρακτική. Χρησιμοποιείται διαρκώς τα τελευταία χρόνια ώστε να φέρει τις κινούμενες εικόνες στα μέτρα της εποχής μας. Τις περισσότερες φορές βέβαια με κάποιο κόστος για την «υστεροφημία» του εκάστοτε πρότζεκτ, αφού δεν είναι λίγοι οι επικριτές της συγκεκριμένης λογικής. Στη χώρα μας, το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» που πέρυσι έδωσε χρώμα στο ζεύγος Κοκοβίκου. Ο παγκόσμιος κινηματογράφος, βέβαια, έχει πιο φιλόδοξα σχέδια. Παράδειγμα, το νέο φιλμ του Πίτερ Τζάκσον «They shall not grow old», το οποίο θα προβληθεί στο Φεστιβάλ του Λονδίνου στις 16 Οκτωβρίου.

Η ταινία καταπιάνεται με την ιστορία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (100 χρόνια μετά τη λήξη του) αναδεικνύοντας τις προσωπικές ιστορίες των στρατιωτών. Για την ολοκλήρωση του εγχειρήματός του χρησιμοποίησε πλούσιο υλικό από το Imperial War Museums, με αρκετό απ’ αυτό να βλέπει το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά. Χάρη στην πολύχρονη επεξεργασία τους σε στούντιο στον Καναδά, στην Καλιφόρνια και στην Ινδία, εκατοντάδες έγγραφα επιχρωματίστηκαν και μεταφέρθηκαν σε μορφή τριών διαστάσεων. Αν και οι συνεργάτες του Τζάκσον ισχυρίζονται πως με αυτόν τον τρόπο «δίνουν φωνή στους στρατιώτες και μπορεί κανείς να διερευνήσει τις ελπίδες και τους φόβους των βετεράνων», υπήρξαν και αντιδράσεις.

ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. Ορισμένοι κατηγορούν τον σκηνοθέτη ότι ναι μεν με την ψηφιακή επεξεργασία των αρχείων προστίθενται χρώμα και διάσταση, αλλά αφαιρείται η ουσία τους,  που πηγάζει από μια γκρίζα διαδρομή ενός αιώνα. «Εγώ πιστεύω ότι απλώς αναβιώνουν την αυθεντική ματιά που οι φωτογράφοι και οι κινηματογραφιστές είχαν κατά τις μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γιατί αυτός ήταν ένας πόλεμος πραγματικά μιντιακός: για μια σειρά λόγων, σχεδόν ποτέ στα φιλμ της εποχής δεν υπήρχε η αλήθεια» αναφέρει ο Μάρκο Μοντίνι, ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Il capo: La Grande Guerra del generale Kuigi Cadorna» μιλώντας στην εφημερίδα « Corriere della Sera». Οπως τονίζει ο ίδιος, ως αποτέλεσμα της λογοκρισίας, στα Μέσα εμφανίζονταν σχεδόν πάντα εικόνες χαμογελαστών στρατιωτών, σε στιγμές χαλάρωσης, ενώ ποτέ δεν δημοσιεύονταν οι φρίκες της μάχης. Στις σπάνιες περιπτώσεις, οι φωτογραφίες με πτώματα ανήκαν αποκλειστικά σε αντιπάλους. Σύμφωνα λοιπόν με το σκεπτικό του, η επιχρωμάτιση τέτοιων εικόνων δεν θα αφαιρέσει σε τίποτα την ιστορική τους αξία, ούτε θα τις γυμνώσει από τη βαρύτητα των μνημών που κουβαλάνε.

Ανατρέποντας λοιπόν την ερώτηση για το αν πρέπει τα τεκμήρια του Α’Παγκοσμίου Πολέμου να γίνουν έγχρωμα, η απάντηση ίσως να κρύβεται στο κατά πόσο με τη νέα τους μορφή μπορούν να γίνουν κομιστές της μνήμης. Αν συμβάλλουν ίσως έτσι στη διάδοση των αντιπολεμικών μηνυμάτων ακόμα και σε γενεές που έμαθαν για τις φρίκες των συγκρούσεων από τα βιβλία της Ιστορίας, ίσως η τεχνολογική επεξεργασία τους ν’ αξίζει τον κόπο. Και όπως καταλήγει και ο Μοντίνι, «το σημαντικό είναι το υποκειμενικό μήνυμα να είναι ειλικρινές».