Στις 21 Οκτωβρίου στην Πολωνία θα διεξαχθούν δημοτικές εκλογές, έπειτα από τις οποίες θα ακολουθήσουν οι ευρωεκλογές τον Μάιο, κατόπιν οι βουλευτικές του επόμενου φθινοπώρου και τέλος οι προεδρικές εκλογές τον Μάιο του 2020. Συνολικά αυτές οι τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις είναι οι πιο σημαντικές στη χώρα από το 1989.
Ως το μεγαλύτερο πρώην κομμουνιστικό κράτος της ΕΕ, η Πολωνία παίζει ρόλο παρόμοιο με των αμερικανικών πολιτειών που άλλοτε ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς και άλλοτε Δημοκρατικούς. Η σημερινή κυβέρνησή της είναι σταθερά λαϊκιστική, όμως υπάρχουν πολλοί που τάσσονται εναντίον της. Η πλειονότητα των πολωνικών μέσων ενημέρωσης τείνει να επικρίνει παρά να υποστηρίζει την κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη. Το δικαστικό σώμα έχει αντισταθεί σθεναρά στην επίθεση κατά της ανεξαρτησίας του. Οι επιχειρήσεις και η κοινωνία των πολιτών έχουν κάνει γνωστή τη δυσαρέσκειά τους με την κυβέρνηση.
Σε αντίθεση με τον ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν, ο πολωνός πρωθυπουργός Γιάροσλαβ Κατσίνσκι μπορεί να ηττηθεί. Το πιο πιθανό είναι πως η αντιπολίτευση θα τα πάει καλά στις εκλογές του επόμενου μήνα – ήδη ελέγχει 15 από τις 16 περιφέρειες της χώρας καθώς και όλες τις μεγάλες πόλεις.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Πολιτικής Πλατφόρμας (το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης) είναι πως ο αρχηγός της Γκρεγκόρζ Σέτινα παραμένει ελάχιστα δημοφιλής σε μια εποχή στην οποία το θέαμα και η δύναμη του χαρακτήρα τού υποψηφίου παίζουν κύριο ρόλο στην πολιτική. Μπορούμε να καταλάβουμε λοιπόν γιατί η κυβέρνηση απέκτησε περισσότερους υποστηρικτές παρά τις επιθετικές πολιτικές της. Παρά τον νεποτισμό και τις συγκρούσεις της με την ΕΕ, το δικαστικό σώμα, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία των πολιτών, η δημοτικότητά της δεν έπεσε κάτω από το 35%. Αντίθετα, το ποσοστό της Πολιτικής Πλατφόρμας δεν έχει ξεπεράσει το 25%.
Καθώς ο Κατσίνσκι έχει εδραιώσει το κόμμα του ως το κύριο κόμμα της Δεξιάς, το μέλλον της Πολωνίας βρίσκεται στα χέρια της Αριστεράς. Ομως η Αριστερά είναι βαθιά διχασμένη. Η απόφαση της κυβέρνησης να περικόψει τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων της κομμουνιστικής εποχής επανέφερε στο προσκήνιο τη Δημοκρατική Αριστερή Συμμαχία, της οποίας το ποσοστό κυμαίνεται ανάμεσα σε 7% με 10%. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως αν όλα τα κόμματα της Αριστεράς ενώνονταν, θα εξασφάλιζαν 16% των ψήφων. Αν προστεθεί και το ποσοστό της Πολιτικής Πλατφόρμας, τότε ο Κατσίνσκι χάνει την πλειοψηφία. Η ερώτηση λοιπόν είναι αν η Αριστερά μπορεί να ξεπεράσει τον διχασμό της. Η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στο πρόσωπο του Ρόμπερτ Μπιεντρόν, τον οποίο παρομοιάζουν συχνά με τον Εμανουέλ Μακρόν.
Ο πρώτος ανοιχτά ομοφυλόφιλος πολιτικός της χώρας προκάλεσε έκπληξη όταν εξελέγη δήμαρχος της πόλης Σλουπσκ το 2014. Από τότε έχει γίνει δημοφιλής, και στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές του 2020 έρχεται στην τρίτη θέση με ποσοστό 12%-19%. Εχοντας ήδη αποδείξει τις ικανότητές του ως ηγέτης, ο Μπιεντρόν μπορεί να ανταγωνιστεί το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη για τις ψήφους των μικρών πόλεων και το κόμμα Πολιτική Πλατφόρμα για τις ψήφους των μεγάλων πόλεων. Οπως και ο πρόεδρος Μακρόν, ο Μπιεντρόν προσπαθεί να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στον πραγματισμό και τον ιδεαλισμό.
Ο Σλαβομίρ Σιερακόφσκι είναι ο ιδρυτής του κινήματος Πολιτική Κριτική και διευθυντής του Ινστιτούτου Προηγμένης Μελέτης στη Βαρσοβία