Και μετά, και μετά; Δεν μας λέει τι έγινε μετά ο Σαββόπουλος στον εκμαυλιστικό Μπάλλο του που μπορεί και κάνει ακόμα το διάφραγμά μας να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Βαλκανικά πνευστά, πανηγυρτζίδικα ακορντεόν, διφορούμενες τσαμπούνες και αργότερα μεταβυζαντινά χορωδιακά τραγουδισμένα από βουλγάρικες γυναικείες φωνούλες, ακονισμένες σαν τα μαχαίρια. Το ξέρω αυτό το βουητό. Ας μου επιτρέψει ο μέγας βάρδος να τον παραφράσω. Γιαυτό άλλωστε είμαστε εδώ. Για να παραφράζουμε τους ποιητές και να μοιράζουμε τα λόγια τους σε στόματα ανθρώπων που δεν τους πιάνει το μάτι σου.
Κάπως έτσι βούηξε το κεφάλι μου όταν μικρή, χαζή και άμαθη πρωτοπήγα στις Πρέσπες κι άκουσα τους ντόπιους να μου συστήνουν και κάτι άλλους σαν «ντόπιους». Αυτούς που μιλάγανε μια ακατάληπτη γλώσσα σλάβικη, τα «μακεδονίτικα» όπως μου εξήγησαν οι ομόγλωσσοί μου – ντόπιοι κι αυτοί που όμως δεν ήταν «ντόπιοι». Πίεσα λίγο μπας και καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτή η μυστήρια τράμπα του εαυτού με το είδωλό του αλλά τελικά παραιτήθηκα. Αλλωστε το βράδυ είχε «μακεδονίτικο γάμο» στην πλατεία κι έπρεπε, λέει, να πάμε οπωσδήποτε, θα πήγαιναν κι αυτοί, γιατί οι γάμοι των «ντόπιων» ήταν πολύ πιο θεαματικοί από τους γάμους των ντόπιων. Πήγα αλλά δεν είδα τίποτα, τόσος που ήταν ο κουρνιαχτός που σήκωναν οι χορευτές με τα ποδάρια τους. Είδα μόνον ένα διάδημα που λαμπύριζε στο κεφάλι της νύφης και μια κυρία που με μια ξύλινη κουτάλα ήρθε κι έριξε στο πιάτο μου μια ικανή ποσότητα από πηχτό γλυκό ρύζι.
Υπήρχε βέβαια η Γιουγκοσλαβία του Τίτο εκείνα τα χρόνια, και στην αποδώ μεριά η Pax Romana του ΠΑΣΟΚ υποσχόταν πλούσια κι ελεύθερη και ζωή και χαιρετώ σας και φιλώ σας. Αχ κάντε λίγο στην άκρη, παρακαλώ κύριε Σαββόπουλε, να πω κι εγώ, με δικά μου λόγια, το «αλλάζει όμως ο καιρός, να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί, πάει η φωλιά, πάν’ τα κοτσυφόπουλα». Ασχετο, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, Τσουτσουλομύτη έπρεπε να τον ονομάσουν τον κυκλώνα που μας χτύπησε. Ισως έτσι να καταλαβαίναμε καλύτερα τους ντόπιους και τους «ντόπιους», που από την Κυριακή βγήκαν και κάθονται στο κλαρί, μοναχοί (staccato).
Τι παίκτης να ‘ναι ο Ζάεφ; Θα επιστρέψει άραγε δριμύτερος σπρώχνοντας με το ζόρι τους συμπολίτες του προς τη Δύση ή θα τους αφήσει να γίνουν συννεφάκι – προπομπός της ρώσικης καταιγίδας στα Βαλκάνια; Και τότε πώς θα τον λένε τον κυκλώνα που θα μας κυκλώσει; Χρειαζόμαστε εδώ έναν ποιητή να μας τα πει όπως τα ‘λεγε κάποτε ο Σαββόπουλος αλλά έχουμε μόνον αναλυτές που μετράνε τα λόγια τους λες κι είναι από χρυσάφι. Ωσπου να βρεθεί κάποιος που θα λαλήσει τη γλώσσα που χρειάζεται η εποχή μας για να μη σκάσει, επαναφέρω τους ντόπιους και τους «ντόπιους» και κυρίως τα μακεδονικά και τα «μακεδονίτικα» που τόσο εύκολα έλυσαν κάποτε την παρεξήγηση, αναδυόμενα κατευθείαν από την ιστορικότητα, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται οι φορείς της. Ενα τόσο δα «τι», σφηνωμένο στη μέση του πρωτογενούς όρου, ένα επίθημα που κάνει τη λέξη να αναπηδά και να δηλώνει άλλοτε την έκπτωση, άλλοτε την επέκταση, άλλοτε τη στασιμότητα, άλλοτε τη ζαβολιά κι άλλοτε την ιδεολογική επένδυση, αφήνοντας πάντα περιθώρια στο εφικτό και στο πρακτέο. Αντε.