Θα σας πω μια ιστορία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όπως μου τη διηγήθηκε ο συνάδελφος που την έζησε. Συνέβη στην Κύπρο εκείνη την εποχή που στο νησί συγκεντρώνονταν κεφάλαια και πληθυσμοί από την αποσταθεροποιημένη Μέση Ανατολή και τον Λίβανο, ενώ άρχιζε και ανάλογη εισροή από τη νομενκλατούρα του υπαρκτού σοσιαλισμού που είχε πλέον καταρρεύσει. Τα συμπεράσματα, δικά σας.
Ο συνάδελφος είχε πάει στη Λευκωσία για κάποια κινηματογραφική εκδήλωση μαζί με άλλους έλληνες δημοσιογράφους, σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Το πρώτο βράδυ τον πλησίασε ένας από τους κύπριους διοργανωτές και τον ρώτησε υπαινικτικά αν ήθελε να πάνε σε κάποιο κέντρο. Ο φίλος τον ακολούθησε και έφθασαν με το αυτοκίνητο στο κέντρο της πόλης, πίσω από την πρεσβεία της Λιβύης. Στον κατασκότεινο δρόμο υπήρχε ένα μικροσκοπικό, υπερφωτισμένο μαγαζί με τη βιτρίνα γεμάτη λούτρινα ζωάκια. Η κυρία που το λειτουργούσε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα – και που προφανώς γνώριζε τον Κύπριο – πάτησε ένα κουμπί και άνοιξε μια καταπακτή που οδηγούσε σε μπουζουξίδικο. Τον περίφημο, όπως έμαθε μετά, Βαρόνο. Τα κορίτσια που «κατανάλωναν», για να το πω κομψά, ήταν κυρίως από τη Ρουμανία και έφθαναν στην Κύπρο μέσω Λιβάνου. Το ίδιο και η τραγουδίστρια που φαινόταν να έχει στοιχειώδη σχέση με τη μουσική και τραγουδούσε με κυπριακή προφορά «Ελληνες είμαστε, θα βρούμε τρόπο να ζωντανέψουμε αυτόν τον τόπο». Ο φίλος τρολάροντας (όπως θα λέγαμε στα σημερινά) χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, κάποιος αγριεμένος μπράβος τού ζήτησε τον λόγο, έπειτα έμαθε πως η τραγουδίστρια ήταν σύζυγος του μαέστρου, τέλος πάντων έφυγε τα χαράματα.
Μέχρι να φύγουν από το νησί, πήγαινε κάθε βράδυ στον Βαρόνο με άλλα μέλη της ελληνικής αποστολής, κάνοντας λογαριασμούς που εξασφάλιζαν τη συμπάθεια της τραγουδίστριας και του μαέστρου συζύγου. Της υποσχέθηκαν μάλιστα ότι θα φρόντιζαν να την έφερναν στην Ελλάδα. «Θα με ξεχάσετε» τους είπε το τελευταίο βράδυ. Την ξέχασαν. Τον επόμενο χρόνο δεν υπήρχε Βαρόνος.