Ο δρόμος που άνοιξαν στην παρασκευή νέων υλικών και φαρμακευτικών ουσιών από ένζυμα που μιμούνται τη φυσική επιλογή έφεραν το Νομπέλ Χημείας σε έναν βρετανό και δυο αμερικανούς επιστήμονες. Οι φετινοί νικητές είναι ο Βρετανός σερ Γκρέγκορι Γουίντερ, ο Αμερικανός Τζορτζ Σμιθ και η Αμερικανίδα Φράνσις Αρνολντ, οι οποίοι θα μοιραστούν τα 9 εκατομμύρια κορόνες (περίπου 67.000 ευρώ) του βραβείου που απονέμει κάθε χρόνο η Σουηδική Ακαδημία των Επιστημών. Αν υπάρχει μια διαφορά με προηγούμενες βραβεύσεις, αυτή δεν είναι μόνο ότι φέτος βραβεύτηκε μια γυναίκα, αλλά και ότι αυτό είναι ένα πεδίο της επιστήμης της Χημείας στο οποίο εστιάζουν για πρώτη φορά την προσοχή τους τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας.

Η Αρνολντ, καθηγήτρια στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας, είναι μόλις η πέμπτη γυναίκα που βραβεύεται με το Νομπέλ Χημείας – η πρώτη βραβεύτηκε μόλις το 2009. Και είναι και αυτή που θα λάβει και το μισό βραβείο για την εργασία της σχετικά με την «κατευθυνόμενη εξέλιξη των ενζύμων», των πρωτεϊνών που επιταχύνουν χημικές αντιδράσεις στα κύτταρα των ζωντανών οργανισμών. Η αμερικανίδα επιστήμονας προκάλεσε τυχαίες γενετικές μεταλλάξεις σε ένζυμα-πρωτεΐνες προκειμένου να μελετήσει τις συνέπειες των μεταλλάξεων αυτών και να επιλέξει εκείνες που θα μπορούσαν να φανούν ωφέλιμες. Η διαδικασία αυτή επέτρεψε την αποβολή πολλών τοξικών καταλυτών και την παράλληλη παραγωγή βιοκαυσίμων και φαρμακευτικών ουσιών.

Ο σερ Γκρέγκορι Γουίντερ βραβεύτηκε για τη μέθοδο παραγωγής αντισωμάτων τα οποία αδρανοποιούν τοξίνες, αντιμετωπίζουν αυτοάνοσα νοσήματα και θεραπεύουν τον μεταστατικό καρκίνο. Μοιράζεται το μισό βραβείο με τον Τζορτζ Σμιθ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, ο οποίος επινόησε τη λεγόμενη μέθοδο «phage display» κατά την οποία ένας βακτηριοφάγος (ιός που επιτίθενται σε βακτήρια) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξέλιξη νέων πρωτεϊνών. Γουίντερ και Σμιθ παρήγαγαν με τη μέθοδο αυτή ένα αντίσωμα, το adalimumab,το οποίο χρησιμοποιείται από το 2002 για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, της ψωρίασης και του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου.

Η επιτροπή της Σουηδικής Ακαδημίας αναφέρει στην ανακοίνωσή της ότι οι μέθοδοι που ανέπτυξαν οι τρεις επιστήμονες συμβάλλουν στο πέρασμα από τη συμβατική στην πράσινη βιομηχανία χημικών. Από την άλλη πλευρά, οι ανακαλύψεις αυτές προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια στην ιατρική με την παρασκευή σκευασμάτων που προστατεύουν από έως πρόσφατα θανατηφόρες ασθένειες. «Σχεδόν όλες οι σύγχρονες θεραπείες βασίζονται στα αντισώματα» εξηγεί στην «Γκάρντιαν» ο καθηγητής Πολ Ντάντλι. Και αυτό χάρη στους πιονιέρους της μεθόδου: «Χωρίς τη δική τους δουλειά, δεν θα είχαμε αυτή την εξέλιξη» προσθέτει ο ίδιος.

Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2016 ο ίδιος ο Γουίντερ, είχε αποκαλύψει ότι δεν είχε ιδέα τι αποτελέσματα θα είχε η θεραπεία με αντισώματα στον πρώτο ασθενή που την εφάρμοσε. Τελικά, του έσωσε τη ζωή.