Τον Δεκέμβριο του 1976 ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός εξηγεί σε ένα κείμενό του το «φαινόμενο Καζαντζίδη», περιγράφοντας τη μαγική επίδραση του λαϊκού τραγουδιστή σε μια διαδρομή από τα διόδια έως μία νοικιασμένη φάρμα με βατράχια:

Ανεβαίνοντας για το Βορρά σταματήσαμε στα Διόδια, μόνο για να περάσει, στο απειροελάχιστο διάστημα που μεσολάβησε στην καταβολή του τιμήματος και την παραλαβή του χαρτιού, μία αστραπή στα μάτια του υπαλλήλου ελέγχου: «Γεια σου Στελάρα».

Κι ο Στέλιος, με το χέρι έξω από το παράθυρο, για να πάρει τα ρέστα, να κάνει το αποτρεπτικό σήμα κάθε «ματιάσματος». Μια κραυγή, ένα ξεφώνημα από τα βάθη του είναι του. Ετσι αντιμετωπίζει ηχητικά αυτό το «Στελάρα», που δεν του αρέσει καθόλου. Κατόπιν τρέχαμε. Στο κασετόφωνο ο Στέλιος είχε μία κασέτα της αγαπημένης του τραγουδίστριας (γιατί δεν είχε καμιά σχέση μαζί του), της Μιρέιγ Ματιέ…

Κυριακή πρωί πηγαίναμε εκδρομή στην Εδεσσα. Η αιτία ήταν η πρόσκληση ενός φίλου, κάποιου φίλου που είχε ταβέρνα και ζούσε με πλαστική βαλβίδα στην καρδιά. Μόλις φτάσαμε, μας άνοιξε το πουκάμισο και φάνηκε εκείνη η σαρανταποδαρούσα που είχε αφήσει πίσω της η εγχείρηση. Μαζί και η πλαστική βαλβίδα, σαν την ανάποδη σύνδεση πηδαλίου που έφερε τόσο πρόωρο θάνατο στην πτώση του Αλέξανδρου Ωνάση.

Το μαγαζί μέσα είχε ένα τζουκ-μποξ, όπου νεανικές φωτογραφίες του Στέλιου το καπλάντιζαν, σαν τα πλαστικά λουλούδια που υπάρχουν σε ένα μικρό σαλόνι. Απέναντι μια τεράστια έγχρωμη φωτογραφία του με τον φίλο του (και φίλο του μαγαζάτορα) έκανε τον τοίχο να υποφέρει τη ραγισματιά του χαμόγελού του (του Στέλιου). Μεσημέρι φτάσαμε. Τα φανταράκια κατέβαιναν από το στρατόπεδο με την κυριακάτικη έξοδό τους, καλοντυμένα, φρεσκοπλυμένα, με όλη τη λαχτάρα του δεμένου σκυλιού που τ’ απολύουν για μία βόλτα. Κι η γειτονιά άρχισε σιγά σιγά να πλημμυρίζει το χώρο του καφενείου – ταβέρνας. Ηρθαν πρώτα τα μικρά έξω από τα παράθυρα και κολλήσαν τα γλυκά μουτράκια τους στα τζάμια, σαν φανάρια ενυδρείου. Το παράλογο ήταν ότι οι έγκλειστοι ήμασταν εμείς. Υστερα φτάσαν κάτι άνθρωποι βαρείς, από πείρα και χυμό και δυνάστεμα στη βιοπάλη. Ο Στέλιος τούς έκοβε και μόλις διέβλεπε Πόντιο, του άρχιζε κατευθείαν την πάσα στα ποντιακά. Τέλος ήρθαν οι γυναίκες. Που σαν πιο ευαισθητοποιημένες στις σχέσεις τους, όπως φαντάζονταν με τη Μαρινέλλα, τον παρακάλεσαν να μην την ξεχάσει, να μην της φερθεί άσχημα. Ενα σήριαλ χωρίς τηλεόραση…

Το μαγέρικο της Εδεσσας σιγά σιγά γεμίζει από περίεργους. Ο Στέλιος λειτουργεί σα μαγνήτης. Οι καρφίτσες έρχονται προς αυτόν. Κολλούν επάνω του. Μικρά που ξέφυγαν την κηδεμονία της μαμάς τους θέλουν να τον ψαύσουν. Φορτηγαντζήδες θέλουν να τον αγγίξουν.

«Σε ποιο κέντρο τραγουδάς τώρα;».

«Στο Πουθενά».

«Πού θα τραγουδήσεις το χειμώνα;».

«Στο Επέκεινα».

Είναι μία στιχομυθία που επαναλαμβάνεται συχνά. Οι πολυάριθμοι θαυμαστές του, στην επαρχία, ακούγοντάς τον σε δίσκους και από το ραδιόφωνο, νομίζουν ότι κάπου στην πρωτεύουσα χαρίζει τον ανθό της φωνής του…

Μετά το μεσημέρι, πάμε σε ένα νοικιασμένο χτήμα με βατράχους. Το εκμεταλλεύεται ο ίδιος και ήρθε τώρα να το δει. Ο Στέλιος «μπίζνεσμαν» θέλει να καλλιεργήσει στρείδια στις όχθες του Αξιού, θέλει να κάνει κιμπούτζ, κολχόζ, να ασχοληθεί με κοοπερατίβες. Τίποτα όμως που να τον σιγοντάρει. Καμμιά κρατική διευκόλυνση. Ο Ελληνας, πιστεύει, μετά από τόσα παθήματα, είναι άνθρωπος που θέλει την καταστροφή σου. Σε θέλει να είσαι στο βυθό, για να νιώθει αυτός από πάνω…

Αδειάζουν τώρα οι βάνες από το νοικιασμένο χτήμα, στη βάση του καταρράκτη, και τα βατράχια που μένουνε, ένας ντόπιος «βοϊβοδανός» αρχίζει να τα ψαρεύει… Ο Στέλιος περιδιαβάζει το νοικιασμένο χτήμα του. Κάτι του φταίει. Είναι ο τόπος. Οι Ελληνες. Πριν από λίγο, κάτι παιδιά είχαν αναποδογυρίσει μια χελώνα και τη βασάνιζαν, μέσ’ το δρόμο. Πήγε. Τα μάλωσε. Ανάτρεψε το καύκαλό της και η χελώνα πήγε να κρυφτεί στον πιο κοντινό θάμνο. «Εδώ βασανίζουν τα ζώα όπως και τους ανθρώπους. Αλλού, σε άλλες χώρες, τα αγαπούν».