Ενα συντονισμένο «κατηγορώ» κατά της Μόσχας για την κατασκοπευτική της δράση, και δη για την παγκόσμια εκστρατεία κυβερνοεπιθέσεων στην οποία επιδίδεται προκειμένου να σπείρει τη διχόνοια και να αποσταθεροποιήσει τις δυτικές δημοκρατίες, εξαπέλυσε χθες η Δύση. Βασιζόμενο στα πορίσματα του Εθνικού Κέντρου Κυβερνοασφάλειας (NCSC), το Λονδίνο κατήγγειλε πρώτο την GRU, τις μυστικές υπηρεσίες του ρωσικού στρατού, για έξι διεθνείς κυβερνοεπιθέσεις – ανάμεσά τους και η διαβόητη πια προεκλογική επίθεση στο αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα. Λίγες ώρες αργότερα η Ολλανδία ανακοίνωσε επισήμως πως συνέλαβε επί το έργον τον Απρίλιο και απέλασε από τη χώρα τέσσερις πράκτορες της GRU που προσπαθούσαν να χακάρουν το δίκτυο υπολογιστών του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων (OPCW). Στη συνέχεια οι ΗΠΑ απήγγειλαν κατηγορίες σε βάρος συνολικά επτά πρακτόρων της GRU, ανάμεσά τους οι τέσσερις που απελάθηκαν από την Ολλανδία, για ένα μπαράζ κυβερνοεπιθέσεων σε διεθνείς αθλητικούς φορείς, μια αμερικανική εταιρεία ειδικευόμενη στην πυρηνική ενέργεια – και τον OPCW.

Η απάντηση της Μόσχας ήταν η αναμενόμενη: «Η οξεία κατασκοπίτιδα των Δυτικών επιδεινώνεται». Για ένα «διαβολικό κοκτέιλ» καταγγελιών από κάποιους με «πλούσια φαντασία» μίλησε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών. Οι κατηγορίες όμως εντείνουν την απομόνωση της Ρωσίας, σε μια περίοδο μεγάλης διπλωματικής έντασης με τη Δύση λόγω (και) της απόπειρας δολοφονίας του ρώσου πρώην διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ και της κόρης του Γιούλια τον περασμένο Μάρτιο στο Σόλσμπερι, με έναν νευροτοξικό παράγοντα της ομάδας Νόβιτσοκ. «Αυτές δεν είναι ενέργειες μιας μεγάλης δύναμης, είναι ενέργειες ενός κράτους παρία» δήλωσε από τις Βρυξέλλες, όπου συνεδρίασαν χθες οι υπουργοί Αμυνας του ΝΑΤΟ, ο βρετανός υπουργός Αμυνας Γκάβιν Γουίλιαμσον. Η Ρωσία πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα, και υπάρχουν πολλές επιλογές αντιμετώπισης, προσυπέγραψε ο αμερικανός ομόλογός του Τζιμ Μάτις.

Πληροφορίες περί απόπειρας κυβερνοεπίθεσης της GRU στον Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων, που έχει την έδρα του στη Χάγη, είχαν ήδη κυκλοφορήσει πρόσφατα από ολλανδικά και ελβετικά μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο ο ολλανδός υπουργός Αμυνας Ανκ Μπίλεβελντ προχώρησε χθες σε επίσημη ανακοίνωση: οι τέσσερις πράκτορες της GRU μπήκαν στην Ολλανδία στις 10 Απριλίου, μέσω του αεροδρομίου Σίπχολ, χρησιμοποιώντας διπλωματικά διαβατήρια με τα ονόματα Αλεξέι Μόρενετς, Ολεγκ Σοτνίκοφ, Αλεξέι Μινίν και Γεβγκένι Σερεμπριάκοφ. Κατόπιν νοίκιασαν ένα αυτοκίνητο, το οποίο και στάθμευσαν στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου Marriott, δίπλα στο αρχηγείο του OPCW. Στόχος τους ήταν να χρησιμοποιήσουν τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό που είχαν κρύψει στο πορτ-μπαγκάζ του ώστε να χακάρουν τα δίκτυα Wi-Fi και να διεισδύσουν στα δίκτυα του Οργανισμού – ο οποίος την εποχή εκείνη ερευνούσε τόσο τη δηλητηρίαση του Σκριπάλ όσο και την επίθεση με χημικά όπλα στη Δούμα, για την οποία η Δύση κατηγόρησε τον Μπασάρ αλ Ασαντ.

Οι ολλανδικές Αρχές, οι οποίες έδωσαν χθες στη δημοσιότητα αρκετό οπτικό υλικό, τους συνέλαβαν επί το έργον στις 13 Απριλίου. Οι φορητοί υπολογιστές που κατέσχεσαν έδειξαν σύμφωνα με πληροφορίες των «Financial Times» πως οι συγκεκριμένοι πράκτορες ήταν επίσης μπλεγμένοι σε κυβερνοεπιχειρήσεις στην Ελβετία, στη Μαλαισία και στη Βραζιλία. Ο ένας φέρεται επιπλέον να συγκέντρωνε πληροφορίες για την υπόθεση της πτήσης MH17, του αεροσκάφους των Μαλαισιανών Αερογραμμών που καταρρίφθηκε πάνω από την Ουκρανία το 2014. Η υπόθεση αυτή «δείχνει πως η GRU περιφρονεί τις διεθνείς αξίες και τους κανόνες που εγγυώνται την ασφάλεια όλων μας», δήλωσαν σε κοινή  ανακοίνωση η βρετανίδα και ο ολλανδός πρωθυπουργός, Τερίζα Μέι και Μαρκ Ρούτε. Ενας από τους πλέον μυστικοπαθείς οργανισμούς στον κόσμο βρίσκεται ξαφνικά λουσμένος στο φως των προβολέων.