Ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ) είναι ανεξάρτητος θεσμός στη χώρα μας. Εχει εγκαθιδρυθεί με τον Νόμο 3074/2002. Εως σήμερα υπήρξαν τρεις επικεφαλής της υπηρεσίας. Ο Κώστας Δαφέρμος τα δύο πρώτα χρόνια, ο Λέανδρος Ρακιντζής τη περίοδο 2004 – 2016 και, επιλογή της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, έκτοτε, η παλαιά δικαστίνα Μαρία Παπασπύρου. Ο Ρακιντζής, συχνά, αποκάλυπτε κυρίως τη λειτουργία των πελατειακών δικτύων της κοινωνίας, τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική ή η αυτοδιοικητική εξουσία ασκούσε διοίκηση με λάφυρο το κράτος, τους δήμους και τις υπηρεσίες τους – και συχνά τις παρανομίες που εκκινούσαν από αυτή την καταστατική λειτουργία του ελληνικού κράτους. Αντίθετα, η Μαρία Παπασπύρου έχει συχνά βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας για επιλογές της. Η τελευταία μεγάλη δημοσιότητα που εξασφάλισε η γενική επιθεωρήτρια έχει να κάνει με την έρευνα της πολύνεκρης πυρκαγιάς του προηγούμενου Ιουλίου στο Μάτι. Ως γνωστόν, εκτός από πολιτικές ευθύνες για την τραγική εξέλιξη εκείνου του περιστατικού, εντοπίζονται και τεράστιες αμέλειες της διοίκησης και αιρετών που προΐστανται διοικητικών υπηρεσιών, γι’ αυτό άλλωστε έχει ξεκινήσει δικαστική έρευνα για να καταλογίσει και να παραπέμψει τυχόν ποινικές ευθύνες.
Η έρευνα είχε ανατεθεί στον, μεθοδικό και αποτελεσματικό, καθώς λέγεται, εισαγγελέα Ηλία Ζαγοραίο, ο οποίος προχωρούσε με ταχύτητα, ώσπου η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου έδωσε εντολή να διακοπεί η δικαστική έρευνα προκειμένου να ληφθούν υπόψη και να ενσωματωθούν στο προανακριτικό υλικό τα αποτελέσματα του διοικητικού ελέγχου που ξεκίνησε, πριν από μερικές ημέρες, η Μαρία Παπασπύρου. Με δεδομένο ότι, ταυτόχρονα, έπρεπε να αποσυρθεί από την προανάκριση ο Ηλίας Ζαγοραίος, ο οποίος προήχθη, η πρόθεση της Ξένης Δημητρίου ξεσήκωσε ουρανομήκεις αντιδράσεις. Η ΝΔ μάλιστα, στην ανακοίνωσή της, υπαινίχθηκε «σκοπούς και κίνητρα» που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ευνοϊκά προς την κυβέρνηση, η οποία έχει πολλαπλώς κατηγορηθεί για τον τρόπο που (δεν) έδρασε στο δυστύχημα αλλά και για τους χειρισμούς, στη συνέχεια, των επιπτώσεών του. Η Δημητρίου ανέκρουσε πρύμναν σχεδόν αμέσως, με αποτέλεσμα και η έρευνα να συνεχιστεί όπως είχε προγραμματιστεί και να μη φύγει από επικεφαλής της ο Ζαγοραίος ούτε να μπει στη δικογραφία το πόρισμα της γενικής επιθεωρήτριας. Ωστόσο, έμεινε στην επιφάνεια το όνομα της Μαρίας Παπασπύρου, για την οποία η ΝΔ θεωρεί ότι «οι στενές σχέσεις της με το Μέγαρο Μαξίμου είναι αυταπόδεικτες».
Η Παπασπύρου, σύμφωνα με τις δικές της παραδοχές, διέταξε τη διενέργεια διοικητικού ελέγχου για την πυρκαγιά στις 6 Σεπτεμβρίου, μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής του παλαιού πυροσβέστη Αδριανού Γκουρμπάτση, πραγματογνώμονος των οικογενειών των θυμάτων. Μέχρι να τη συγκινήσει ο πυροσβέστης, τι έκανε – σε μια υπόθεση με 99 νεκρούς; Πώς δεν έκανε; Την ώρα που η κυβέρνηση ύβριζε τους νεκρούς αποδίδοντας ευθύνες στην κλιματική αλλαγή και στα αυθαίρετα, στις 3 Αυγούστου, η γενική επιθεωρήτρια, κατά τη δική της ανακοίνωση, έδινε σε μεικτό κλιμάκιο εντολή αναγνώρισης και καταγραφής όλων των αυθαίρετων κατασκευών στην πληγείσα περιοχή. Ηταν, τότε, η γραμμή άμυνας της κυβέρνησης για τις ευθύνες της. Συμπτωματική;
Η Μαρία Παπασπύρου θα μπορούσε να είναι μια τυπική γραφειοκράτισσα – καταθέτοντας στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την υπόθεση Novartis έπειθε σε αυτόν τον ρόλο: διάβαζε από μέσα, μιλούσε ξύλινα, επικαλούνταν συνέχεια την υπηρεσία, έλεγε ότι την απειλεί δημοσιογράφος (ποιος; Και γιατί κάτι τόσο σοβαρό δεν έχει φτάσει στη Δικαιοσύνη;), κάποια στιγμή απάντησε σε ερώτηση που της έγινε ότι δεν έχει πει ποτέ ψέματα. Αλλά, τότε, γιατί πάλι εκείνη τη μέρα βρέθηκε στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης με την κατηγορία ότι λειτουργεί ως «μακρύ χέρι» της κυβέρνησης; Γιατί ανάγκασε τον Βαγγέλη Βενιζέλο να την κατηγορήσει ότι δεν σεβάστηκε τη μυστικότητα της προδικασίας και ότι στο θέμα του φιάσκου, όπως αποδείχτηκε, Novartis, με συνεντεύξεις της, δημιούργησε κλίμα το οποίο εναρμονιζόταν με τη στόχευση της κυβέρνησης, να ενοχοποιήσει τους πολιτικούς αντιπάλους της;
Περίεργες συμπτώσεις. Αλλά η ίδια μιλά σαν να πιστεύει ότι είναι επαρκείς οι περίπου μεταφυσικές εξηγήσεις της στα ερωτήματα για τις επιλογές της. Δεν κράτησε κλειδωμένα στα συρτάρια τα πορίσματα του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας για τον θάνατο της τετράχρονης Μελίνας σε νοσοκομείο της Κρήτης, όπου εργαζόταν μια εξαδέλφη του Παύλου Πολάκη. Οταν της αναφέρουν τις στενές σχέσεις της με το περιβάλλον του υπουργού Επικρατείας Δημήτρη Τζανακόπουλου, αναρωτιέται, δήθεν αφελώς, «με συγχωρείτε, είναι δυνατόν να βάζουμε στη συζήτηση τα προσωπικά μας; Αλίμονο…».
Αλίμονο! Παρ’ όλα αυτά, αποδέχτηκε τις προάλλες να είναι το νέο πρόσωπο της Επιτροπής του άρθρου 3Α της Βουλής που θα ερευνά τα πόθεν έσχες δικαστών, δημάρχων, όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση αλλά και πολιτικών: του Πρωθυπουργού, των αρχηγών των κομμάτων, των υπουργών – ακόμα και του Τζανακόπουλου. Είναι παντού – κι έχει πολύ ελαστική αντίληψη για τη δεοντολογία η, κατά τα άλλα, ηθικολόγος γενική επιθεωρήτρια. Μόνο, προσοχή. Αν η δεοντολογία είναι κάτι σαν Τιραμόλα (για να δανειστώ το παράδειγμα του Βαγγέλη Βενιζέλου) και οι όποιοι διοικητικοί έλεγχοι (έστω κι αν καταλήγουν να βαλτώνουν) κάτι σαν συνέχεια της κυβερνητικής ερμηνείας των πραγμάτων, υπάρχει πρόβλημα. Επειδή η επικεφαλής μιας ανεξάρτητης Αρχής δεν αρκεί να λέει ότι είναι ανεξάρτητη, πρέπει και να είναι.