Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί από τώρα και στο εξής να χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου και πάλι από τις αγορές, παρότι το μαξιλάρι ρευστότητας της επιτρέπει να παραμείνει εκτός αγορών σε περιόδους αναταράξεων, τονίζει η Κάθριν Μουλμπρόνερ, ανώτερη αντιπρόεδρος της Moody’s. Μιλώντας στα «ΝΕΑ» λίγες μέρες μετά την απόφαση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης να μην προχωρήσει σε αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, διατηρώντας την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας στη βαθμίδα Β3, και με φόντο τις έντονες αναταράξεις στο Χρηματιστήριο, η αντιπρόεδρος της Moody’s κάνει λόγο για το «ακόμη αδύναμο τραπεζικό σύστημα με πολύ υψηλά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα», προβλέποντας μάλιστα ότι οι στόχοι για τη μείωσή τους θα αποτελέσουν ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες το επόμενο έτος. Παράλληλα, προειδοποιεί ότι θα πρέπει οι ελληνικές Αρχές να συνεχίσουν να επικεντρώνονται στην πλήρη εφαρμογή των συμφωνηθεισών θεσμικών μεταρρυθμίσεων και των μεταρρυθμίσεων στον τραπεζικό τομέα. Η Μουλμπρόνερ απέφυγε, πάντως, να σχολιάσει το προσχέδιο του προϋπολογισμού, καθώς και να απαντήσει σε ερωτήσεις για την Ιταλία, προτιμώντας να επικεντρωθεί η συνέντευξη στην Ελλάδα.
Για ποιους λόγους διατήρησε η Moody’s αμετάβλητη την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και τι θα περιμένατε για να προχωρήσετε σε αναβάθμιση;
Οι προοπτικές στην αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα Β3 είναι θετικές, αντανακλώντας ειδικότερα τις δυνατότητες για ταχύτερη από την αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, καθώς προηγούμενες μεταρρυθμίσεις αποδίδουν καρπούς. Ενα τέτοιο αποτέλεσμα απαιτεί από την πλευρά των ελληνικών Αρχών συνεχή επικέντρωση στην πλήρη εφαρμογή των συμφωνημένων θεσμικών μεταρρυθμίσεων και των μεταρρυθμίσεων στον τραπεζικό τομέα. Η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί αν οι ελληνικές Αρχές συνεχίσουν να ακολουθούν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και να διατηρούν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των τελευταίων ετών. Μια σαφής απόδειξη για επιτυχή επιστροφή σε χρηματοδότηση από τις αγορές θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει έναυσμα για μια θετική αξιολόγηση, όπως και η ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση στην υγεία του τραπεζικού τομέα.
Ποιες αδυναμίες βλέπετε και ποιες εξελίξεις θεωρείτε θετικές;
Στις αδυναμίες περιλαμβάνονται το ακόμη πολύ υψηλό χρέος και ένα ακόμη αδύναμο τραπεζικό σύστημα με πολύ υψηλά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Οι στόχοι για τη μείωσή τους θα αποτελέσουν ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες το επόμενο έτος. Και ενώ η υποβάθμιση είναι επί του παρόντος απίθανη, δεδομένης της θετικής προοπτικής της αξιολόγησης, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν αρνητικές πιέσεις στην αξιολόγηση εάν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να αποκλίνει από τις δεσμεύσεις της και να αναστρέψει μεταρρυθμίσεις που είχαν προηγουμένως συμφωνηθεί και νομοθετηθεί ή εάν οι εντάσεις με τους επίσημους πιστωτές επανέρχονταν για άλλους λόγους. Αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τη συνεχή στήριξη της ευρωζώνης προς την Ελλάδα.
Πώς αξιολογείτε το προσχέδιο του προϋπολογισμού;
Δεν έχουμε δει ακόμα τις λεπτομέρειες, αλλά τα περισσότερα από τα μέτρα έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, για παράδειγμα, στην ομιλία του έλληνα Πρωθυπουργού στην εμπορική έκθεση της Θεσσαλονίκης, αλλά και επειδή ορισμένα μέτρα έχουν ήδη νομοθετηθεί. Είναι σημαντικό να δούμε ποια θα είναι η άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεδομένης της ανάγκης να διατηρήσει η Ελλάδα τη στήριξη των θεσμών.
Λόγω του μαξιλαριού ρευστότητας η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να απευθυνθεί στις αγορές για αρκετό διάστημα. Τι θα συμβουλεύατε;
Δεν δίνουμε συμβουλές πολιτικής. Σημειώνουμε ότι το μαξιλάρι ρευστότητας είναι σημαντικό και επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση να παραμείνει εκτός αγορών σε περιόδους αναταράξεων. Τούτου λεχθέντος, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί από τώρα και στο εξής να χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου και πάλι από τις αγορές.
Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να αντιστρέψει το προνομοθετικό μέτρο των περικοπών των συντάξεων. Ποια είναι η εκτίμησή σας; Υπάρχει περιθώριο, θα υπάρξουν συνέπειες;
Δεν είναι ο ρόλος μας να σχολιάζουμε πολιτικές αποφάσεις. Εναπόκειται στις κυβερνήσεις να αποφασίσουν το είδος των δημοσιονομικών μέτρων που επιθυμούν να λάβουν. Θα σημειώσουμε μόνο ότι υπήρξε συμφωνία με την Eυρωπαϊκή Επιτροπή και την ευρωζώνη για την εφαρμογή περαιτέρω περικοπών των συντάξεων. Θα παρακολουθήσουμε επιμελώς τη γνώμη της ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον προϋπολογισμό του 2019.
Για να τονωθεί η ελληνική οικονομία χρειάζονται επενδύσεις. Βλέπετε μια τέτοια προοπτική και πού εντοπίζετε πηγές αβεβαιότητας;
Ναι, η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις και κατά την άποψή μας ορισμένες από αυτές τις επενδύσεις πρέπει να προέρχονται από το εξωτερικό. Η εγχώρια οικονομία και οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις που απαιτούνται. Οι ξένοι επενδυτές θα πρέπει να δουν ένα θετικό περιβάλλον, τόσο από πλευράς μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης όσο και από την πλευρά ενός φιλόξενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η κυβέρνηση έχει καταβάλει προσπάθειες στο πλαίσιο αυτό. Είναι πολύ νωρίς για να κρίνουμε αν είναι επαρκείς.
Το 2019 είναι έτος εκλογών στην Ελλάδα. Ανησυχείτε; Νομίζετε ότι προεκλογικές πολιτικές υποσχέσεις θα έθεταν σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη;
Υπό το πρίσμα της αξιολόγησης, είναι σημαντικό οι ελληνικές Aρχές να συνεχίσουν να επικεντρώνονται στην πλήρη εφαρμογή των συμφωνηθεισών θεσμικών μεταρρυθμίσεων και των μεταρρυθμίσεων στον τραπεζικό τομέα, να επιδιώξουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και να διατηρήσουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες μακροπρόθεσμα.