Ο Ρόμπερτ Βεντούρι, ο αμερικανός αρχιτέκτονας που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο μήνα στα 93 του, είδε πέρα από τον καθαρό κύβο από γυαλί και ατσάλι του μοντερνισμού, ανανέωσε την αρχιτεκτονική και την οδήγησε στην επόμενη εποχή. Ηταν αρχές που υποστήριξε με τα κείμενά του και με τα κτίρια για τα οποία δούλεψε μαζί με τη γυναίκα του Ντενίζ Σκοτ Μπράουν. Ο όγκος των κτισμάτων τους μαζί με το κείμενό του «Complexity and Contradiction in Architecture» («Πολυπλοκότητα και Αντίφαση στην Αρχιτεκτονική») σχημάτισαν την έννοια του μεταμοντέρνου κινήματος, το οποίο καθιερώθηκε από τις αρχές του 1970 ως σχεδιασμός αιχμής σε αστικά κέντρα και πανεπιστημιουπόλεις.
Ο Βεντούρι προκάλεσε ρήξη με τις αρχές του Λε Κορμπιζιέ και αμφισβήτησε τη μινιμαλιστική αρχή του «Less is more» («το λιγότερο είναι το περισσότερο») αντιλέγοντας «Less is bore» («το λιγότερο είναι βαρετό»). Και για να το υποστηρίξει απέναντι στους φανατικούς του μοντερνισμού και συνεχιστές της κορμπιζιανής αισθητικής αντίληψης, βγήκε έξω στον πραγματικό κόσμο. Ηδη από τα πρώτα του αρχιτεκτονικά έργα στις αρχές του ’60 ξεκίνησε να παίζει με τη συμμετρία των αναλογιών στις νεοκλασικές φόρμες. Και στην πιο διαχειρίσιμη -λόγω συγγένειας – πελάτισσά του, δηλαδή τη μητέρα του Βάνα Βεντούρι, άλλαξε την κλίμακα της συμμετρίας στην κατοικία που της σχεδίασε. Τα υπόλοιπα τα περιέγραψε το 1966 συγκεντρώνοντας τις ιδέες του στο πρώτο θεωρητικό του βιβλίο «Complexity and Contradiction in Architecture»: «Οι αρχιτέκτονες δεν έχουν πια κανένα λόγο να εκφοβίζονται από την πουριτανική ηθική και γλώσσα της μοντέρνας σχολής. Αυτό που μου αρέσει στα αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι να είναι περισσότερο μεικτά παρά “αμιγή”, συμβιβαστικά παρά “καθαρά”, πολυσήμαντα παρά “μονοσήμαντα”, αμφίβολα παρά “ξεκάθαρα”, όπως επίσης να είναι το ίδιο αντιφατικά όσο και απρόσωπα, ανιαρά όσο και “αρχιτεκτονημένα”, να διευθετούν παρά να αποκλείουν, πληθωρικά παρά απλά, παραδοσιακά όσο και νεωτεριστικά, ασυνεπή και αμφίβολα παρά ξεκάθαρα και ίσια. Από μια προφανή ενότητα προτιμώ μια συγκεχυμένη ζωτικότητα. Συμπεριλαμβάνω το ασυνεχές και διακηρύσσω τον δυϊσμό. Υποστηρίζω περισσότερο τον πλούτο του νοήματος παρά την καθαρότητά του, την έμμεση όσο και άμεση λειτουργία του. Από “το ένα ή το άλλο” προτιμώ “και το ένα, και το άλλο”, από το “μαύρο ή άσπρο” προτιμώ το “μαύρο και άσπρο”, και μερικές φορές το γκρίζο. Μια αρχιτεκτονική είναι έγκυρη όταν εκφράζεται σε πολλά επίπεδα, συνδυάζει πολλές εκδοχές και μπορεί να αναγνωρίσει και να χρησιμοποιήσει τον χώρο και τα στοιχεία του με πολλούς τρόπους συγχρόνως. Αλλά μια αρχιτεκτονική που βασίζεται στην πολυπλοκότητα και την αντίφαση έχει και μια ειδική υποχρέωση απέναντι στο όλο: η αλήθεια της πρέπει να εκφράζεται από τη συνολικότητά της ή, τουλάχιστον, από μια πρόθεση απλοϊκότητας. Πρέπει να εμπεριέχει τη δυσχερή ενότητα που απορρέει από συμπερίληψη παρά την εύκολη ενότητα που απορρέει από τον αποκλεισμό. Το περισσότερο δεν είναι λιγότερο (more is not less)».
ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ. Mε τα λόγια αυτά, τo 1966, ξεκινά το μανιφέστο του. Για τον κριτικό της αρχιτεκτονικής Βίνσεντ Σκάλι υπήρξε το πιο σημαντικό κείμενο για την αρχιτεκτονική δημιουργία μετά το «Για μία αρχιτεκτονική» του Λε Κορμπιζιέ. Ο Βεντούρι, βραβευμένος το 1991 με το βραβείο Pritzker, δεν περιόρισε μόνο σε ένα μανιφέστο την έκφραση της μεταμοντέρνας θεωρίας του. Η σημασία των αντιφάσεων ήταν το κλειδί στο εκπαιδευτικό ταξίδι στο Λας Βέγκας όπου οργάνωσε για την ομάδα των φοιτητών του από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ, μαζί με τη σύζυγό του, για μια επιτόπια έρευνα στον τόπο που ο Βεντούρι είδε ως το μέλλον της αρχιτεκτονικής. Δεν ενδιαφερόταν για τυχερά παιχνίδια. Ξόδεψε συνολικά 1,05 εκατ. δολάρια σε κουλοχέρηδες. Πήγε εκεί για να μελετήσει τα κτίρια, τις πινακίδες και τους δρόμους στην πιο φανταχτερή πόλη, επίκεντρο του τρυφηλού βίου που υπήρχε στην Αμερική των 70s. Η επιτόπια έρευνα έγινε το περίφημο βιβλίο του 1972 «Learning from Las Vegas: The Forgotten Symbolism of Architectural Form» («Μαθαίνοντας από το Λας Βέγκας: Ο ξεχασμένος συμβολισμός της αρχιτεκτονικής φόρμας») που συνυπέγραψε με την Ντενίζ Σκοτ Μπράουν και τον αρχιτέκτονα Στίβεν Ιζένου.
Καθηγητές και φοιτητές κατέγραψαν την κλίμακα των μεγάλων λεωφόρων, την κατανομή των καταστημάτων, τα γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων, τα παρεκκλήσια για γάμους εξπρές. Η ομάδα Βεντούρι υπολόγισε την ένταση του φωτισμού από τις διάσπαρτες στην πόλη επιγραφές. Κατέληξαν ότι το Λας Βέγκας δεν ήταν μια νεόνυμφη γεμάτη χυδαιότητα. Ηταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα μιας πόλης που χτίστηκε για να φιλοξενήσει το αυτοκίνητο. Ως αποτέλεσμα, οι φωτεινές επιγραφές και τα σύμβολα από νέον ήταν συχνά πιο σημαντικά από τα κτίρια που υψώνονταν παντού. «Στο τοπίο των αυτοκινητοδρόμων, η αρχιτεκτονική γίνεται ασήμαντη, ένα σπυράκι στο τοπίο των χώρων στάθμευσης» σημείωσε ο Ρόμπερτ Βεντούρι το 1971. «Το μάθημα του Λας Βέγκας είναι ότι σε μια τέτοια κλίμακα, για να διαβαστεί η αρχιτεκτονική, δεν μπορεί να είναι μια εκλεπτυσμένη, λεπτομερής μορφή που την απολαμβάνεις καθώς βαδίζεις με κανονικό ρυθμό. Αν πρόκειται να την προσπερνάς με μεγάλη ταχύτητα πάνω σε ένα αυτοκίνητο, πρέπει να είναι συμβολική, όχι καθαρή».