Οι ουρές στους δρόμους, ειδικά τα τελευταία χρόνια, προκαλούν δυσάρεστους συνειρμούς. Σκηνές από το πρώτο καλοκαίρι των capital controls, πολύωρες αναμονές για διακανονισμό στη ΔΕΗ, η συνήθης ταλαιπωρία στις δημόσιες υπηρεσίες. Και άλλους πολύ πιο ζοφερούς – ουρές δεκάδων μέτρων για τη διανομή μιας σακούλας με δωρεάν μακαρόνια, για παράδειγμα. Την περασμένη Τετάρτη όμως οι μεγάλες ουρές στην οδό Πεσμαζόγλου και στην οδό Φρυνίχου οδηγούσαν σε ταμεία θεάτρου. Στα ταμεία του Θεάτρου Τέχνης συγκεκριμένα. Οπου για τέταρτη χρονιά και για μία μόνο ημέρα τα εισιτήρια των παραστάσεων της νέας σεζόν πωλούνταν προς τρία ευρώ το ένα. Οσο σου έρχεται περίπου μισό πακέτο τσιγάρα.
Είναι ένα θέμα αυτό με τις προσφορές και τις μειωμένες τιμές στα εισιτήρια. Πρώτα απ’ όλα όμως να επισημάνουμε το βασικό θετικό αποτέλεσμα. Λειτούργησε ως δέλεαρ για να μπει περισσότερος κόσμος στο θέατρο. Και αυτό μόνο καλό μπορεί να κάνει. Και στο θέατρο και στους θεατές. Διότι, σε πείσμα της ασφυκτικής νεοελληνικής δυσπραγίας, διανύουμε, στα θεατρικά, περίοδο ακμής ή, έστω, μεγάλης και ουσιαστικής κινητικότητας. Σημαντικοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες, ενδιαφέροντες πειραματισμοί, ομάδες που τολμούν, πολλές παραστάσεις. Από τη φύση του όμως το θέατρο ξεκινά από τη σκηνή και ολοκληρώνεται στην πλατεία. Δεν υπάρχει χωρίς τους θεατές. Ρωτήστε έναν ηθοποιό πώς νιώθει όταν παίζει μπροστά από άδεια καθίσματα.
Από την άλλη, κάποιοι γκρινιάζουν ότι οι μεγάλες εκπτώσεις στα εισιτήρια ευτελίζουν το επάγγελμα του ηθοποιού, το οποίο ούτως ή άλλως είναι από τα πλέον κακοπληρωμένα στα χρόνια της κρίσης. Δεν θα συμφωνήσω εφόσον βέβαια οι προσφορές εντάσσονται σε μια πολιτική πωλήσεων (όχι «απαντήστε σωστά ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας και κερδίστε δέκα προσκλήσεις»). Καλώς ή κακώς, υπάρχει ακόμη κόσμος που θεωρεί το θέατρο περιττή πνευματική πολυτέλεια. Το προσιτό εισιτήριο πιστεύω ότι, έστω και έμμεσα, διαλύει αυτή την εντύπωση.
Τώρα, ειδικά για το Θέατρο Τέχνης, αυτή η πρωτοβουλία που ξεκίνησε από το 2015 λειτουργεί και ως μια μορφή διαφήμισης. Εξάλλου στην τιμή των τριών ευρώ πωλούνται μόνο δύο χιλιάδες εισιτήρια – με limit up για κάθε παράσταση – που φέρνουν στα ταμεία έξι χιλιάδες ευρώ «ζεστό χρήμα», δυσεύρετα στην εποχή μας αλλά και απαραίτητα για να αρχίσει αξιοπρεπώς η σεζόν. Και το σημαντικότερο, δεν διατίθενται ηλεκτρονικά. Πρέπει να πάει κάποιος στο ταμείο. Μπορεί να φαίνεται εκτός χρόνου στην εποχή του Διαδικτύου, αλλά αυτές οι ουρές είναι ό,τι πιο παρήγορο έχω δει στην Αθήνα τον τελευταίο καιρό.
(Παρεμπιπτόντως, με φτηνό ή κανονικό εισιτήριο, μη χάσετε την «Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» που συνεχίζεται στο Τέχνης για τρίτη σεζόν)
Η τέχνη των πραγμάτων
Οταν το κοινό – λόγω έλλειψης παιδείας, ενημέρωσης, ερεθισμάτων – δεν μπορεί να συναντήσει την τέχνη, η τέχνη, δηλαδή οι καλλιτέχνες, οφείλουν να συναντήσουν το κοινό. Σε ένα εμπορικό κέντρο, για παράδειγμα, όπως το Mall Athens. Εκεί όπου, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, εγκαινιάστηκε προχθές και θα διαρκέσει έως τις 20 Οκτωβρίου το αφιέρωμα «Art take over II», σε συνεργασία με την ιστορικό τέχνης Ιριδα Κρητικού. Μια καλλιτεχνική γιορτή για ειδήμονες αλλά και αδαείς, ένας περίπατος στις εμπνεύσεις και τις δημιουργίες μεγάλης γκάμας καλλιτεχνών. Και τι δεν έχει αυτό το δεκαπενθήμερο. Εκθέσεις ομαδικές και ατομικές, όπως αυτή των γλυπτών της Χριστίνας Σαραντοπούλου, την «Γκαρνταρόμπα μιας κυρίας» με ρούχα από τη συλλογή του Ιδρύματος Αγγελου και Λητώς Κατακουζηνού, το «Περιδέραιο των ευχών» με παρουσίαση εικαστικών κοσμημάτων, τα «Εργαλεία ενός ράφτη» και τα «Εργαλεία ενός παπουτσή» από τη συλλογή του Αγγελου Κωνσταντακάτου, έκθεση του Μουσείου Ελληνικής Παιδικής Τέχνης, τον διαγωνισμό ασπρόμαυρης φωτογραφίας με θέμα «Σκάλες της Αθήνας». Και ακόμη, φοιτητές της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών που θα ζωγραφίζουν μπροστά στο κοινό υπό την εποπτεία του καθηγητή τους Αγγελου Αντωνόπουλου, εργαστήρια για παιδιά και ενηλίκους. Και πολλά άλλα, για μικρούς και μεγάλους που, ακόμη κι αν δεν ξέρουν, θα μάθουν για την αναγκαιότητα της τέχνης στην καθημερινότητά μας.
Στην Αγορά και πάλι
Χτίστηκε τη δεκαετία του 1930 στη Φωκίωνος Νέγρη, επί δημαρχίας Κοτζιά, όταν η Κυψέλη ήταν μια αστική συνοικία της Αθήνας με υπέροχα νεοκλασικά. Το κτίριο, χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου και του αθηναϊκού μοντερνισμού, το έχουμε δει σε παλιές ελληνικές ταινίες, σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Για τη Δημοτική Αγορά Κυψέλης ο λόγος, έναν πυρήνα τοπικής ζωής, που αναφέρεται σε μυθιστορήματα, που αγάπησε ο Μένης Κουμανταρέας. Ο κυψελιώτης συγγραφέας ήταν κι αυτός που πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις όταν, στις κατοπινές δεκαετίες και στα χρόνια της παρακμής και της εγκατάλειψης, απειλήθηκε με κατεδάφιση. Προχθές, όμως, ο Γιώργος Καμίνης την παρέδωσε και πάλι στους κατοίκους της περιοχής, με ένα μεγάλο street party που στήθηκε ειδικά για την περίπτωση. Η Αγορά ανακαινίστηκε πλήρως, με κοινοτικά κεφάλαια, διατηρώντας ωστόσο τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της, και φιλοξενεί μαγαζιά – τη διαχείρισή τους ανέλαβε το Impact Hub Athens – σαν αυτά που αγαπάμε τα τελευταία χρόνια. Οπως η γωνιά των μικρών παραγωγών με προϊόντα απ’ όλη την Ελλάδα, το πρώτο κοινωνικό ανθοπωλείο όπου απασχολούνται άτομα με αναπηρία ή ευαλωτότητα, χυμοποιείο με φρεσκοστυμμένους χυμούς και φαγητό σε πακέτο με βιολογικά υλικά, pop up κουζίνα για την ανάδειξη νέων σεφ, εργαστήρια δημιουργικής απασχόλησης και άλλα. Επίσης, οι κοινοί χώροι δημιουργούν ένα περιβάλλον συναναστροφής, πολύτιμο για την ταλαιπωρημένη, τα τελευταία χρόνια, γειτονιά.
Τάσος Νούσιας, ηθοποιός
Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα
Από την άλλη, η πίσω όψη του χάους και του αναπάντεχου είναι για εμένα απωθητική. Η βρωμιά, τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια, οι χαλασμένοι δρόμοι, τα γκέτο, η εγκληματικότητα. Είναι απαράδεκτη η υποβάθμιση του ιστορικού κέντρου. Το ότι, για παράδειγμα, αν θέλεις να κάνεις μία βόλτα γύρω από την Ακρόπολη κινδυνεύεις.