Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν… προχθές, σε ένα μάθημα μπαλέτου, ακούγοντας ένα κομμάτι στο πιάνο, τεσσάρων μόλις λεπτών, με το όνομα «Porz Goret», που νόμιζα ότι αναφέρεται σε κάποιον αινιγματικό τύπο, αλλά ανακάλυψα τελικά ότι πρόκειται για το όνομα μιας τοποθεσίας.
Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής, θα επέλεγα… κάποιο soundtrack. Αγαπώ το ότι στα soundtracks μπορείς να ακούσεις τα πιο φαινομενικά «αταίριαστα» είδη μουσικής συνταιριασμένα σε ένα αρμονικό, αφηγηματικό σύνολο.
Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής… είναι το πριν και το μετά από αυτή. Στο πριν σού έρχονται εικόνες, λέξεις, σκέψεις και πρόσωπα, ασυναρμολόγητα και χωρίς υπόσταση. Και δεν ξέρεις τι να τα κάνεις, πώς θα τα ταιριάξεις ή τι σώμα θα τους φτιάξεις. Στο μετά, όταν έχεις γράψει και την τελευταία λέξη, καταλαβαίνεις ότι την τελευταία λέξη την έχει τελικά το κείμενο. Οχι εσύ. Την ώρα που γράφεις δεν έχει οδύνη. Εχει μια μαγική συγκέντρωση που προεκτείνει το παρόν στο πάντα.
Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη λυκείου θα ήταν… «Η Δίκη» του Φραντς Κάφκα: ένα έργο μοντέρνο, οδυνηρά επίκαιρο, πολλαπλών αναγνώσεων και συζητήσεων. «Ο φύλακας στη σίκαλη» του Ντέιβιντ Σάλιντζερ: επειδή σε κάνει να πιστέψεις ότι ο ήρωας ενός βιβλίου μπορεί, αν το θελήσεις, να γίνει σύντροφος ζωής. «Το διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή: η τρυφερότητα και ο σεβασμός με τα οποία ο συγγραφέας περιγράφει τη μεγαλοσύνη των «ταπεινών» του ηρώων αποτελούν ένα σπουδαίο μάθημα.
Η κριτική που αποδέχομαι αφορά… περιγραφές και όχι αξιολογήσεις, παρατηρήσεις και όχι κατηγοριοποιήσεις, προτάσεις που δεν σχετίζονται με τις λέξεις «καλό» ή «κακό» και που λιμάρουν τις γωνίες τους για να περικλείσουν και όχι για να αποκλείσουν.
Η αυτοκριτική ξεκινάει από… τη στιγμή που διακόπτει την ύπουλη συναναστροφή της με την αυτομομφή και την αυτολύπηση και δίνει το χέρι της στην προσωπική ευθύνη και στην ανάληψη δράσης. Σε άλλη περίπτωση, η ενέργειά της δεσμεύεται στη δημιουργία ατέρμονων βρόγχων αυτοακύρωσης.
Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι… «Κάποτε την άνοιξη, την ώρα ενός απίθανα ζεστού δειλινού, στη Μόσχα, στις λίμνες του Πατριάρχη, εμφανίστηκαν δύο πολίτες» από τον «Μετρ και τη Μαργαρίτα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Δεν ζηλεύω φυσικά. Νιώθω δέος απέναντι στην τρομακτική ικανότητα της λογοτεχνίας να δημιουργεί παράλληλα σύμπαντα στα οποία κάθε φορά που μπαίνεις γνωρίζεις ότι θα βγεις διαφορετικός.
 
Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας» ή τη «λογοτεχνία της κρίσης» σκέφτομαι… αρχικά τη λέξη «κρίση» και τη σημασία της. Στην ανάπτυξη, οι κρίσεις, παρά την ταραχή και την αποσταθεροποίηση που επιφέρουν, είναι αναπόφευκτες και αναγκαίες προκειμένου ένας ζωντανός οργανισμός να εξελιχθεί και, κυρίως, να ανελιχθεί. Και η λογοτεχνία είναι (ή οφείλει να είναι) ένας ζωντανός οργανισμός, είτε είναι η ίδια σε κρίση είτε περιγράφει μια κρίση.
Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου γεννήθηκε το 1973 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, απ’ όπου απέκτησε το διδακτορικό της δίπλωμα πάνω στη συναισθηματική ανάπτυξη των πρώτων βρεφικών χρόνων. Εχει διδάξει μαθήματα Ψυχολογίας και Ποιοτικής Μεθοδολογίας στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Αθηνών. Παράλληλα έχει δουλέψει ως ψυχολόγος – ερευνήτρια σε προγράμματα που αφορούν την ενδυνάμωση κοινωνικά ευπαθών ομάδων. Η νουβέλα «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος.