Δεν την πτόησε η περσινή αποτυχία και φέτος βρέθηκε ξανά στον προαύλιο χώρο του Σχολείου της Πειραιώς, όπου στεγάζεται το τμήμα της υποκριτικής του Εθνικού Θεάτρου. Η Μαριαλένα Σκαρώνη αποφάσισε να δοκιμάσει ξανά την τύχη της – ή να την πάρει με το μέρος της αφού ο αριθμός των υποψηφίων είναι 800 και εκείνοι που τελικά θα περάσουν 15. «Πέρυσι κατάφερα να περάσω στη δεύτερη φάση, δηλαδή στους 60. Κόπηκα, πιστεύω, γιατί δεν ήμουν αρκετά καλά προετοιμασμένη. Εχω τελειώσει το τμήμα θεατρολογίας αλλά δεν με ενδιαφέρει να γίνω θεατρολόγος. Ηθοποιός θέλω να είμαι».

Το ίδιο και ο 22χρονος Μάριος, τριτοετής στο Εθνικό και ταυτόχρονα φοιτητής στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων. «Το όνειρό μου ήταν να γίνω ηθοποιός και αυτό υπάρχει μόνο στη ζωή μου» λέει καθώς υποδέχεται υποψηφίους των εξετάσεων, ως μέλος της ομάδας υποδοχής και αλληλεγγύης.

Οι εξετάσεις για τα περισσότερα παιδιά έχουν πάρει διαστάσεις εφιάλτη. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς μια διαδικασία από την οποία θα περάσουν 800 υποψήφιοι και θα κερδίσουν δικαίωμα στο όνειρο  οι 15; Φέτος εγκαινιάζεται από το Εθνικό Θέατρο και η σχολή σκηνοθεσίας, με ανάλογα ποσοστά επιτυχίας αφού από τους 300 υποψηφίους οι τυχεροί τελικά θα είναι 10. Η Ελσα Ανδριανού, διευθύντρια του τμήματος Θεατρικών Σπουδών και μέλος της επιτροπής των εξετάσεων, παραδέχεται ότι πρόκειται για έναν ανελέητο ανταγωνισμό: «Είναι λογικό βέβαια επειδή είναι η μόνη σχολή μαζί με το Κρατικό Βορείου Ελλάδος όπου δεν υπάρχουν καθόλου δίδακτρα. Κάτι που βαραίνει ιδιαίτερα στις επιλογές των υποψηφίων  σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή. Από την άλλη οι εισαχθέντες δεν μπορούν να αυξηθούν γιατί αν ανοίξει  περισσότερο ο αριθμός θα έχουμε προβλήματα στην ποιότητα. Το είδος της εκπαίδευσης που παρέχουμε είναι πρακτική και βιωματική. Δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης όπου σε  ένα αμφιθέατρο μπορείς να έχεις όσους φοιτητές θες. Μόνο έτσι δίνεται η δυνατότητα να ελέγχονται πλήρως τόσο το ψυχικά χαρακτηριστικά όσο και ο τρόπος που περνάει κάθε παιδί μέσα από μια διαδικασία».

Οσα έχουν ειπωθεί και όσο μελάνι έχει χυθεί σχετικά με την απόλυτη και βαθιά επιθυμία αλλά και τη διάθεση  αφοσίωσης στην τέχνη της υποκριτικής δεν είναι καθόλου τυχαία. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο πρόγραμμα που πρέπει να ακολουθήσουν οι σπουδαστές του Εθνικού – και της σκηνοθεσίας από φέτος – το επιβεβαιώνει. Οι ώρες των μαθημάτων φτάνουν σχεδόν τις 12, αφού η έναρξη γίνεται στις  10.30 το πρωί και τελειώνει στις 10.30 το βράδυ. Εργαστήρια και μαθήματα έχουν επίσης Σάββατο και Κυριακές. Η Ελσα Ανδριανού εξηγεί ότι μέσα σ’ αυτές τις ώρες υπάρχει πάντα ένα διάλειμμα περίπου δύο ωρών όπου μπορούν να ξεκουραστούν. «Σίγουρα είναι πάρα πολύ σκληρό ωράριο αλλά και το θέατρο είναι μια πάρα πολύ σκληρή δουλειά. Πίσω από αυτό το φωτεινό πράγμα που βγαίνει προς τα έξω υπάρχει ανελέητη προσπάθεια, χειρωνακτική εργασία και φυσικά καθημερινή δοκιμή αντοχών». Το πεδίο δοκιμών σκληραίνει αν σκεφτεί κανείς ότι με ένα τέτοιο καθημερινό πρόγραμμα δεν υπάρχει δυνατότητα τα παιδιά να εργαστούν όπως ενδεχομένως άλλοι φοιτητές. Πρόκειται για σπουδές που έχουν έναν ταξικό χαρακτήρα. «Είναι απολύτως έτσι. Αλλά από την άλλη προσπαθούμε για τους φοιτητές που έχουν απόλυτη οικονομική ανάγκη να εξασφαλίσουμε υποτροφία – περίπου 600 ευρώ τον μήνα – που μας δίνει το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Είναι ηρωικές οι προσπάθειες των παιδιών. Τα περισσότερα από αυτά εργάζονται το καλοκαίρι σκληρά για να στηρίξουν τις σπουδές τους».

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΚΑΙ ΟΜΑΔΙΚΑ. Ο ταξικός διαχωρισμός όμως δεν αφορά μόνο εκείνους που επιτυγχάνουν αλλά και όσους προσπαθούν. Για να εξασφαλίσουν την εισαγωγή τους στο Εθνικό Θέατρο πολλά από τα παιδιά οδηγούνται σε προετοιμασία που παρέχουν επαγγελματίες ηθοποιοί. Ο Ανδρέας Σταυρογιάννης, τελειόφοιτος του Βιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποφάσισε να πάρει μια τέτοια εκπαίδευση πριν δώσει εξετάσεις. Οπως λέει; «Ηθελα να προετοιμαστώ όσο το δυνατόν καλύτερα για τις εξετάσεις και πήγα σε ένα γκρουπ 6 ατόμων. Η ώρα στοίχισε περίπου 25 ευρώ». Αριθμός που δίνει μια τάξη μεγέθους αν συνυπολογιστεί ότι η προετοιμασία κυμαίνεται από δύο έως έξι μήνες.

Η προπαίδευση ή τα ιδιαίτερα (προς τουλάχιστον 100 ευρώ το μάθημα) είναι μια ακριβή επιλογή. Κάτι που βρίσκει απολύτως σύμφωνη και την Ελσα Ανδριανού: «Αυτό είναι αλήθεια και αποτελεί πρόβλημα και για μας τους εξεταστές, στην ουσία της δουλειάς μας. Προσπαθούμε να “σπάσουμε” ό,τι υπάρχει από την  προπαίδευση και να δούμε τι υπάρχει κάτω από αυτό. Αλλά πρόκειται για ένα πάρα πολύ μεγάλο πλέγμα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε». Από τις πιο συχνές ερωτήσεις που δέχονται είναι τι πρέπει να κάνουν για να προετοιμαστούν, λέει η Ελσα Ανδριανού: «Η απάντησή μας είναι “μην κάνετε απολύτως τίποτα”. Αυτό δεν σημαίνει ότι το εκλαμβάνουν ως οδηγία. Το αντίθετο μάλιστα. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι το πραγματικό υλικό που διαθέτουν». Πώς μπορεί να γίνει αυτό; «Απαιτείται μεγάλη προσπάθεια. Είναι σημαντικό να πούμε ότι όσα παιδιά επιλέγουν να προετοιμαστούν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν το φυσικό ταλέντο, αλλά και το αντίθετο. Υπάρχουν τεχνοκρατικά εργαλεία που  μας δίνουν τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε όλα τα εμπόδια και να σπάσουμε το πλέγμα που σας είπα. Οι περισσότεροι έρχονται πια προετοιμασμένοι και έχουμε φτάσει σε σημείο να αναγνωρίζουμε και τον προπαιδευτή! Δεν ξέρω πότε θα καταφέρουμε να πείσουμε τους υποψηφίους ότι η ιδανικότερη προετοιμασία θα ήταν μία προσωπική μελέτη του παιδιού. Εχουμε τον τρόπο και τη δυνατότητα να καθοδηγήσουμε εμείς το παιδί μέσα στην εξέταση για το πώς θα το βγάλει αυτό που πραγματικά έχει. Αυτό μπορεί να αλλάξει μόνο αν αρχίσει να ακούγεται πιο έντονα “μπήκε και ο τάδε που δεν έχει κάνει προπαίδευση”. Και είναι κάτι πολύ σύνθετο…».